Η λέξη "buceo" είναι ένα ουσιαστικό.
Η φωνητική μεταγραφή της λέξης "buceo" με χρήση του διεθνούς φωνητικού αλφαβήτου (IPA) είναι /buˈθeo/ (σε περιοχές όπου η "c" προφέρεται ως "θ", όπως στην Ισπανία) ή /buˈseo/ (σε περιοχές όπου η "c" προφέρεται ως "s", όπως στη Λατινική Αμερική).
Η λέξη "buceo" αναφέρεται στη δραστηριότητα της κατάδυσης, συνήθως για σκοπούς αναψυχής ή εξερεύνησης του υποβρύχιου κόσμου. Χρησιμοποιείται ευρέως και στα δύο προφορικά και γραπτά πλαίσια. Η συχνότητά της είναι μέτρια, καθώς ανήκει σε ένα πιο εξειδικευμένο λεξιλόγιο σχετικό με θαλάσσιες δραστηριότητες.
Me encanta el buceo en el Caribe.
Μου αρέσει η κατάδυση στην Καραϊβική.
El buceo requiere un buen equipo y entrenamiento.
Η κατάδυση απαιτεί καλή εξοπλισμό και εκπαίδευση.
Η λέξη "buceo" εμφανίζεται σε κάποιες ιδιωματικές εκφράσεις που σχετίζονται με την εξερεύνηση και την περιπέτεια.
Hacer buceo
Εκπληρώνω καταδύσεις.
Significa que estás explorando el mundo submarino.
Σημαίνει ότι εξερευνάς τον υποβρύχιο κόσμο.
Ser un experto en buceo
Είναι ειδικός στην κατάδυση.
Indica que alguien tiene amplia experiencia en esta actividad.
Δείχνει ότι κάποιος έχει εκτενή εμπειρία σε αυτή τη δραστηριότητα.
Bucear en aguas profundas
Καταδυθείτε σε βαθιά νερά.
Significa que estás explorando zonas inexploradas o complicadas.
Σημαίνει ότι εξερευνάς ανεξερεύνητες ή πολύπλοκες περιοχές.
Η λέξη "buceo" προέρχεται από το ρήμα "bucear", που σημαίνει "να βουτάς" ή "να καταδύεσαι". Η ρίζα του ρήματος προέρχεται από το "búceo", που σχετίζεται με την εικόνα της κατάδυσης.
subacuática (υποβρύχια δραστηριότητα)
Αντώνυμα: