Η λέξη "buen" είναι επίθετο στην ισπανική γλώσσα.
Η φωνητική μεταγραφή της λέξης "buen" με χρήση του διεθνούς φωνητικού αλφάβητου είναι: /bwen/.
Η λέξη "buen" μεταφράζεται στα ελληνικά ως "καλός" και είναι μια σύντομη μορφή του επίθετου "bueno".
Η λέξη "buen" χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάτι θετικό ή ευνοϊκό. Αν και είναι ένα επίθετο, χρησιμοποιείται πιο συχνά σε προτάσεις για να διαφοροποιήσει ή να επισημάνει τις ποιότητες των ουσιαστικών. Στην ισπανική γλώσσα, η χρήση του είναι συχνή τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, και είναι ένα βασικό χαρακτηριστικό της καθημερινής επικοινωνίας.
"Él es un buen amigo."
(Αυτός είναι ένας καλός φίλος.)
"Tuviste un buen día."
(Είχες μια καλή μέρα.)
"Es un buen momento para reflexionar."
(Είναι μια καλή στιγμή για να σκεφτείς.)
Η λέξη "buen" έχει χρησιμοποιηθεί σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις στην ισπανική γλώσσα:
"De bien en mejor"
(Από το καλό στο καλύτερο.)
Χρησιμοποιείται για να περιγράψει μια θετική εξέλιξη.
"Estar en buen camino"
(Να είσαι σε καλό δρόμο.)
Σημαίνει ότι κάποιος προχωράει στη σωστή κατεύθυνση.
"Hacer algo de buena gana"
(Να κάνεις κάτι με καλή διάθεση.)
Χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάποιον που ενεργεί προαιρετικά και ευχάριστα.
"Por un buen rato"
(Για πολύ καιρό.)
Σημαίνει ότι κάτι διαρκεί αρκετά.
"Ser un buen partido"
(Να είσαι καλός προορισμός - σε σχέση.)
Χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάποιον που είναι καλός σύντροφος.
Η λέξη "buen" προέρχεται από το λατινικό "bonus", που σημαίνει καλός. Στην ισπανική γλώσσα, χρησιμοποιείται ευρέως και κυρίως ως η σύντομη μορφή του "bueno".
Συνώνυμα: excelente (εξαιρετικός), óptimo (βέλτιστος), favorable (ευνοϊκός).
Αντώνυμα: malo (κακός), pésimo (άθλιος), desafortunado (κακοτυχής).