Η φράση "buen rato" είναι μια σύνθετη φράση που περιλαμβάνει ένα επίθετο ("buen") και ένα ουσιαστικό ("rato").
/bwen ˈrato/
Η φράση "buen rato" αναφέρεται σε μία ευχάριστη στιγμή ή σε έναν καλό χρόνο που περνάει κανείς. Χρησιμοποιείται συχνά στον προφορικό λόγο και εκφράζει την ιδέα ότι κάποιος απολαμβάνει μια κατάσταση ή δραστηριότητα. Η συχνότητά της είναι αρκετά υψηλή, κυρίως σε ανεπίσηλους και φιλικούς διαλόγους.
Pasamos un buen rato en la fiesta.
Περάσαμε καλά στη γιορτή.
Espero que tengamos un buen rato en la playa.
Ελπίζω να περάσουμε ωραία στην παραλία.
Siempre es un buen rato cuando estamos juntos.
Είναι πάντα καλός καιρός όταν είμαστε μαζί.
Η φράση "buen rato" χρησιμοποιείται σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις:
Hacer un buen rato.
Φράση: Pasé un buen rato haciendo la tarea.
Μετάφραση: Πέρασα καλά κάνοντας τις ασκήσεις.
Disfrutar de un buen rato.
Φράση: Durante las vacaciones, disfrutamos de un buen rato en la montaña.
Μετάφραση: Κατά τη διάρκεια των διακοπών, απολαύσαμε μια καλή στιγμή στο βουνό.
Un buen rato con amigos.
Φράση: Me encanta pasar un buen rato con mis amigos los fines de semana.
Μετάφραση: Μου αρέσει να περνάω καλά με τους φίλους μου τα Σαββατοκύριακα.
Recordar un buen rato.
Φράση: Siempre recordaré aquel buen rato en París.
Μετάφραση: Πάντα θα θυμάμαι εκείνη την όμορφη στιγμή στο Παρίσι.
Η λέξη "bueno" προέρχεται από το λατινικό "bonu(m)", που σημαίνει "καλός". Η λέξη "rato" προέρχεται από το λατινικό "rātus", το οποίο σημαίνει "χρόνος" ή "διάστημα".
Συνώνυμα: - buen momento - buen tiempo
Αντώνυμα: - mal rato (κακός καιρός) - mal momento (κακή στιγμή)