Το "bufar" είναι ρήμα.
Η φωνητική μεταγραφή της λέξης "bufar" είναι /buˈfaɾ/.
Το "bufar" παραδοσιακά σημαίνει "φυσάω" ή "αναστενάζω". Χρησιμοποιείται συχνά για να περιγράψει την πράξη του φυσήματος, είτε πρόκειται για αέρα είτε για σωματική ή συναισθηματική εκτόνωση μέσω ενός αναστεναγμού. Η χρήση του "bufar" είναι συχνή και στις ομιλίες και στα γραπτά, αν και μπορεί να είναι πιο συχνά στην προφορική γλώσσα, δεδομένης της εγγύτητας του στο καθομιλούμενο ύφος.
Αυτός αναστέναξε όταν συνειδητοποίησε ότι είχε ξεχάσει το βιβλίο του.
Los niños bufan cuando están cansados de jugar.
Τα παιδιά αναστενάζουν όταν είναι κουρασμένα από το παιχνίδι.
Cuando se enfadó, bufó de frustración.
Το "bufar" χρησιμοποιείται σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις. Ορισμένα παραδείγματα περιλαμβάνουν:
Μετάφραση: Δε βοηθάει σε τίποτα να διαμαρτύρεσαι και να κάνεις γύρους, πρέπει να λύσουμε το πρόβλημα.
Bufar de rabia.
Μετάφραση: Αυτή αναστέναξε από θυμό όταν άκουσε τα νέα.
Bufar como un toro.
Η λέξη "bufar" προέρχεται από το Λατινικό "bufare". Αρχικά χρησιμοποιούνταν για να περιγράψει τον ήχο που παράγεται όταν φυσάει κάποιος, και με την πάροδο του χρόνου απέκτησε και μεταφορικές σημασίες.