Ρήμα (η μορφή “buhonero” αναφέρεται σε ουσιαστικό).
/βuj.oˈne.ɾo/
Η λέξη “buhonero” αναφέρεται σε έναν πλανόδιο πωλητή, συνήθως ο οποίος πουλάει διάφορα αγαθά σε δημόσιους χώρους ή σε δρόμους, συχνά χωρίς άδεια ή κανονισμούς. Είναι μια λέξη που χρησιμοποιείται κυρίως στον τομέα του εμπορίου, και η συχνότητά της είναι σχετικά υψηλή στον προφορικό λόγο, ιδίως σε περιοχές όπου υπάρχουν πολλοί πλανόδιοι.
“El buhonero vendía frutas frescas en la plaza.”
(Ο πλανόδιος πωλητής πουλούσε φρέσκα φρούτα στην πλατεία.)
“Muchas veces, el buhonero no tiene permiso para vender.”
(Πολλές φορές, ο πλανόδιος πωλητής δεν έχει άδεια να πουλήσει.)
“La vida de un buhonero puede ser muy dura sin estabilidad.”
(Η ζωή ενός πλανόδιου πωλητή μπορεί να είναι πολύ δύσκολη χωρίς σταθερότητα.)
Η λέξη “buhonero” μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις που αφορούν τις προκλήσεις και τις συνθήκες συναντήσεων που εμπλέκονται στην πλανόδια πώληση.
“Ser buhonero no es fácil, hay que lidiar con la competencia.”
(Να είσαι πλανόδιος πωλητής δεν είναι εύκολο, πρέπει να αντιμετωπίσεις τον ανταγωνισμό.)
“Los buhoneros a menudo llevan su mercancía en carritos.”
(Οι πλανόδιοι πωλητές συχνά μεταφέρουν τα προϊόντα τους σε καρότσια.)
“La vida de un buhonero puede ser emocionante pero incierta.”
(Η ζωή ενός πλανόδιου πωλητή μπορεί να είναι συναρπαστική αλλά αβέβαιη.)
“Algunos buhoneros se especializan en artesanías locales.”
(Ορισμένοι πλανόδιοι πωλητές ειδικεύονται σε τοπικές τέχνες.)
Η λέξη “buhonero” προέρχεται από το ισπανικό “buhón” το οποίο σημαίνει “τσάντα” ή “σάκος”, και σχετίζεται με πλανόδιους πωλητές που συχνά χρησιμοποιούν τσάντες ή σάκους για τη μεταφορά των αγαθών τους.
Συνώνυμα: - Vendedor ambulante (πλανόδιος πωλητής) - Comerciante informal (άτυπος έμπορος)
Αντώνυμα: - Tendero (ιδιοκτήτης καταστήματος) - Vendedor autorizado (εξουσιοδοτημένος πωλητής)