Το "buje" είναι ουσιαστικό και αναφέρεται σε ένα специфика ειναι το αφαλό/μπλέ (σε ιδιωματικά συμφραζόμενα).
Фωνητική μεταγραφή του "buje": [ˈbuxe]
Η λέξη "buje" χρησιμοποιείται συχνά σε τεχνικά και μηχανολογικά συμφραζόμενα και αναφέρεται σε στοιχεία που λειτουργούν ως στήριγμα ή μείωση τριβής μεταξύ διακινούμενων μερών. Εμφανίζεται συχνά στο γραπτό πλαίσιο, καθώς περιγράφει τεχνικά χαρακτηριστικά.
Η λέξη "buje" χρησιμοποιείται κυρίως σε γραπτές τεχνικές αναφορές ή βιβλία, αλλά μπορεί να εμφανίζεται και σε προφορικές συζητήσεις ειδικών στα μηχανολογικά ή πολυτεχνικά πεδία.
"El buje del motor necesita ser reemplazado."
(Το μπουζί του κινητήρα χρειάζεται να αντικατασταθεί.)
"Asegúrate de que el buje esté bien lubricado."
(Βεβαιώσου ότι το μπουζί είναι καλά λιπανμένο.)
Η λέξη "buje" χρησιμοποιείται σε μερικές ιδιωματικές εκφράσεις κυρίως στον τεχνικό τομέα.
"Sin un buen buje, la máquina no funcionará correctamente."
(Χωρίς ένα καλό μπουζί, η μηχανή δεν θα λειτουργήσει σωστά.)
"El buje de la rueda es crucial para la estabilidad del vehículo."
(Το μπουζί του τροχού είναι κρίσιμο για τη σταθερότητα του οχήματος.)
"Cuando hay un desgaste en el buje, se producen ruidos extraños."
(Όταν υπάρχει φθορά στο μπουζί, παράγονται περίεργοι θόρυβοι.)
Η λέξη "buje" προέρχεται από την ισπανική ρίζα που συνδέεται με βιομηχανικούς και μηχανολογικούς όρους, προερχόμενη από τη λατινική λέξη "buxum," η οποία σήμαινε "ξύλο" ή "σχιστό" και χρησιμοποιούνταν σε κατασκευές.
Συνώνυμα: - στήριγμα - έδραση
Αντώνυμα: - άδεια (σε μηχανικές ή κατασκευαστικές εφαρμογές)
Αυτή η κατηγοριοποίηση προσφέρει μια ολοκληρωμένη εικόνα για τη λέξη "buje" και τις εφαρμογές της.