Bulto είναι ουσιαστικό.
Φωνητική μεταγραφή: [ˈbulto]
Η λέξη "bulto" αναφέρεται γενικά σε κάτι που έχει όγκο ή που μπορεί να μεταφερθεί, όπως ένα πακέτο ή φορτίο. Στη χρήση της, μπορεί να σημαίνει ένα αντικείμενο που είναι έντονα ορατό ή ότι έχει μεγάλη ευκρίνεια. Χρησιμοποιείται συχνά στη γλώσσα και είναι πιο κοινή σε γραπτά κείμενα παρά στον προφορικό λόγο, αλλά η χρήση της μπορεί να είναι και στους δύο τομείς.
La tienda recibió un bulto muy grande hoy.
(Το κατάστημα δέχθηκε ένα πολύ μεγάλο πακέτο σήμερα.)
El bulto en la esquina me asustó.
(Ο όγκος στη γωνία με τρόμαξε.)
Η λέξη "bulto" χρησιμοποιείται σε ορισμένες ισπανικές ιδιωματικές εκφράσεις:
Hacer bulto
(Να δημιουργείς εντύπωση ή να φαίνεσαι εκεί που δεν είσαι πραγματικά.)
El director de la empresa, aunque no hace nada, siempre parece hacer bulto en las reuniones.
(Ο διευθυντής της εταιρείας, αν και δεν κάνει τίποτα, φαίνεται πάντα να δημιουργεί εντύπωση στις συναντήσεις.)
Ver un bulto
(Φαίνεται να υπάρχει κάτι ανησυχητικό ή παράξενο.)
Cuando entré a la habitación, vi un bulto en el sofá y me asusté.
(Όταν μπήκα στο δωμάτιο, είδα έναν όγκο στον καναπέ και τρόμαξα.)
Bulto de confianza
(Κάποιος ή κάτι που προσφέρει στήριξη ή υποστήριξη.)
Siempre puedo contar con Juan; él es mi bulto de confianza en el trabajo.
(Μπορώ πάντα να υπολογίζω στον Χουάν; Είναι η στήριξή μου στη δουλειά.)
Η λέξη "bulto" προέρχεται από το λατινικό "bultum", που σημαίνει "όγκος" ή "πακέτο".
Συνώνυμα: - volumen (όγκος) - paquete (πακέτο) - carga (φορτίο)
Αντώνυμα: - plano (επίπεδο) - delgado (λεπτός)