Το "burlar" είναι ρήμα.
/fuɾaɾ/
Το "burlar" στην ισπανική γλώσσα σημαίνει να κοροϊδεύεις, να εξαπατάς ή να παραπλανείς κάποιον. Χρησιμοποιείται συχνά για να περιγράψει μια κατάσταση όπου κάποιος γελοιοποιεί ή ξεγελά ένα άλλο άτομο με έναν έξυπνο ή μάλλον πονηρό τρόπο. Η συχνότητα χρήσης του είναι γενικά υψηλή, καθώς συναντάται τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, κυρίως σε κοινές συνομιλίες και διηγήσεις.
Το αγόρι αντέτεινε στην καθηγήτρια με ένα αστείο.
Es fácil burlar las reglas si no hay supervisión.
Το "burlar" χρησιμοποιείται σε αρκετές ιδιωματικές εκφράσεις στην ισπανική γλώσσα. Ορισμένες από αυτές είναι:
Χρήση: Muchos delincuentes intentan burlar la ley para evitar ser atrapados.
Burlarse de alguien
Χρήση: No me gusta que se burlen de mí.
Burlando el destino
Χρήση: A veces, burlando el destino, logramos lo impensable.
Burlarse del tiempo
Η λέξη "burlar" προέρχεται από το λατινικό "burlare", το οποίο σημαίνει "να γελοιοποιείς" ή "να κοροϊδεύεις".
Συνώνυμα: - engañar (να εξαπατάς) - mofarse (να γελοιοποιείς)
Αντώνυμα: - respetar (να σέβεσαι) - creer (να πιστεύεις)