burlar - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

burlar (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Το "burlar" είναι ρήμα.

Φωνητική μεταγραφή

/fuɾaɾ/

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία της λέξης

Το "burlar" στην ισπανική γλώσσα σημαίνει να κοροϊδεύεις, να εξαπατάς ή να παραπλανείς κάποιον. Χρησιμοποιείται συχνά για να περιγράψει μια κατάσταση όπου κάποιος γελοιοποιεί ή ξεγελά ένα άλλο άτομο με έναν έξυπνο ή μάλλον πονηρό τρόπο. Η συχνότητα χρήσης του είναι γενικά υψηλή, καθώς συναντάται τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, κυρίως σε κοινές συνομιλίες και διηγήσεις.

Παραδείγματα προτάσεων

  1. El chico burló a la professora con una broma.
  2. Το αγόρι αντέτεινε στην καθηγήτρια με ένα αστείο.

  3. Es fácil burlar las reglas si no hay supervisión.

  4. Είναι εύκολο να παραπλανήσεις τους κανόνες αν δεν υπάρχει εποπτεία.

Ιδιωματικές εκφράσεις

Το "burlar" χρησιμοποιείται σε αρκετές ιδιωματικές εκφράσεις στην ισπανική γλώσσα. Ορισμένες από αυτές είναι:

  1. Burlar la ley
  2. Μετάφραση: Να παραβιάσεις τον νόμο.
  3. Χρήση: Muchos delincuentes intentan burlar la ley para evitar ser atrapados.

    • Πολλοί κακοποιοί προσπαθούν να παραβιάσουν τον νόμο για να αποφύγουν τη σύλληψη.
  4. Burlarse de alguien

  5. Μετάφραση: Να κοροϊδέψεις κάποιον.
  6. Χρήση: No me gusta que se burlen de mí.

    • Δεν μου αρέσει που με κοροϊδεύουν.
  7. Burlando el destino

  8. Μετάφραση: Να παρακάμψεις τη μοίρα.
  9. Χρήση: A veces, burlando el destino, logramos lo impensable.

    • Μερικές φορές, παρακάμπτοντας τη μοίρα, καταφέρνουμε το αδιανόητο.
  10. Burlarse del tiempo

  11. Μετάφραση: Να αντιπαρέλθεις τον χρόνο.
  12. Χρήση: A veces se siente que burlarse del tiempo es una forma de resistir la tristeza.
    • Μερικές φορές αισθάνεσαι ότι το να αντιπαρέλθεις τον χρόνο είναι ένας τρόπος να αντισταθείς στη θλίψη.

Ετυμολογία της λέξης

Η λέξη "burlar" προέρχεται από το λατινικό "burlare", το οποίο σημαίνει "να γελοιοποιείς" ή "να κοροϊδεύεις".

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - engañar (να εξαπατάς) - mofarse (να γελοιοποιείς)

Αντώνυμα: - respetar (να σέβεσαι) - creer (να πιστεύεις)



22-07-2024