burlesco (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Μέρος του λόγου
Ο λόγος "burlesco" είναι επίθετο.
Φωνητική μεταγραφή
Φωνητική μεταγραφή: /buɾˈles.ko/
Χρήση στα Ισπανικά
Η λέξη "burlesco" χρησιμοποιείται στα Ισπανικά τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο για να περιγράψει κάτι αστείο, σατιρικό ή υπερβολικό.
Παραδειγματικές Προτάσεις
- Esa película es un burlesco de las telenovelas. (Αυτή η ταινία είναι μια κωμωδία των τηλενουβέλες.)
- El poeta utiliza un tono burlesco en sus versos. (Ο ποιητής χρησιμοποιεί ένα σατιρικό τόνο στους στίχους του.)
Ετυμολογία
Η λέξη "burlesco" προέρχεται από το ιταλικό "burlesco" που σημαίνει "ανέκφραστο θεατρικό έργο".
Συνώνυμα και Αντώνυμα
- Συνώνυμα: cómico, satírico, paródico
- Αντώνυμα: serio, formal, circunspecto