Το "burrito" είναι ουσιαστικό (sustantivo).
Η φωνητική μεταγραφή του "burrito" με χρήση διεθνούς φωνητικού αλφαβήτου είναι /buˈrito/.
Η λέξη "burrito" μεταφράζεται στα Ελληνικά ως "μπουρίτο".
Το "burrito" αναφέρεται σε ένα παραδοσιακό μεξικανικό πιάτο που αποτελείται από μια τορτίγια (συνήθως από καλαμπόκι ή σιτάρι) που τυλίγεται γύρω από διάφορα πιάτα γεμιστά, όπως κρέας, φασόλια, τυρί, ρύζι, λαχανικά και σάλτσες. Η λέξη χρησιμοποιείται συνήθως σε γαστρονομικό πλαίσιο και είναι ευρέως αναγνωρίσιμη σε πολλές χώρες, ιδιαίτερα στην Αμερική, όπου έχει αποκτήσει έναν ιδιαίτερο χαρακτήρα ανάμεσα στα fast food.
Η συχνότητα χρήσης του "burrito" είναι υψηλή κυρίως σε προφορικό λόγο, όπως σε εστιατόρια ή συζητήσεις για φαγητό, αλλά και σε γραπτό λόγο σε συνταγές και γαστρονομικά κείμενα.
"Hoy voy a comer un burrito de pollo."
(Σήμερα θα φάω ένα μπουρίτο κοτόπουλου.)
"Me encanta el burrito de frijoles y arroz."
(Μου αρέσει το μπουρίτο με φασόλια και ρύζι.)
"Ellos preparan el mejor burrito de la ciudad."
(Αυτοί ετοιμάζουν το καλύτερο μπουρίτο της πόλης.)
Παρά την απλότητα του όρου, το "burrito" δεν είναι ιδιαίτερα συχνό σε ιδιωματικές εκφράσεις. Ωστόσο, μπορεί να χρησιμοποιηθεί με διαφορετικό τρόπο στην καθημερινή ομιλία:
- "Echar un burrito" (να κάνεις ένα μπουρίτο) - Να κάνεις κάτι γρήγορα.
- "Él siempre echa un burrito cuando tiene prisa."
(Αυτός πάντα κάνει τα πράγματα γρήγορα όταν έχει βιασύνη.)
Η λέξη "burrito" προέρχεται από το ισπανικό "burro", που σημαίνει "γάιδαρος". Ο όρος αυτός πιθανώς αναφέρεται στην ιδέα ότι η τορτίγια είναι "φορτωμένη" όπως ένας γάιδαρος με φορτίο.
Συνώνυμα: - Τορτίγια γεμιστή - Σάντουιτς τορτίγια
Αντώνυμα: - Δίαιτα - Απλό γεύμα
Το "burrito" είναι ένα δημοφιλές και αναγνωρίσιμο πιάτο που έχει επηρεάσει τη γαστρονομία διεθνώς, κυρίως λόγω της γεύσης και της ευκολίας κατανάλωσής του.