Η φράση "buscarse la vida" είναι μια ρηματική έκφραση (φράση ρήματος).
/bus̪kaɾ.se la βi.ða/
Η φράση "buscarse la vida" χρησιμοποιείται για να περιγράψει τις προσπάθειες κάποιου να επιβιώσει ή να βρει τρόπους για να ζήσει, ιδιαίτερα σε δύσκολες καταστάσεις. Στη γλώσσα των Ισπανόφωνων, αναφέρεται συχνά στην ανάγκη του ατόμου να κάνει προσαρμογές ή να αναζητήσει ευκαιρίες για να στηρίξει τον εαυτό του, είτε επαγγελματικά είτε οικονομικά.
Η φράση χρησιμοποιείται συνήθως στον προφορικό λόγο και είναι αρκετά συχνή σε καθημερινές συζητήσεις.
"Αυτός πάντα έπρεπε να προσπαθεί να τα βγάζει πέρα από μικρός."
"En tiempos difíciles, uno debe buscarse la vida como mejor μπορεί."
Η φράση "buscarse la vida" χρησιμοποιείται επίσης σε αρκετές ιδιωματικές εκφράσεις που αναφέρονται σε πρακτικές ή ευρηματικές μεθόδους επιβίωσης. Ακολουθούν μερικές παραδείγματα:
"Δεν έχω δουλειά, οπότε πρέπει να προσπαθήσω να τα βγάλω πέρα."
"Los jóvenes deben aprender a buscarse la vida en un mundo competitivo."
"Οι νέοι πρέπει να μάθουν να προσπαθούν να τα βγάζουν πέρα σε έναν ανταγωνιστικό κόσμο."
"Siempre me busco la vida vendiendo cosas en el mercado."
"Πάντα προσπαθώ να τα βγάλω πέρα πουλώντας πράγματα στην αγορά."
"Si no te buscas la vida, nadie lo hará por ti."
"Αν δεν προσπαθήσεις να τα βγάλεις πέρα, κανείς δεν θα το κάνει για εσένα."
"En este barrio, los vecinos siempre se buscan la vida de alguna manera."
Η φράση προκύπτει από το ρήμα "buscar" που σημαίνει "να ψάχνω" ή "να ζητώ" και τη λέξη "vida" που σημαίνει "ζωή". Μαζί σχηματίζουν την έννοια της αναζήτησης τρόπων για να ζήσεις.
Συνώνυμα: - subsistir (να επιβιώνει) - arreglárselas (να τα καταφέρει μόνος του)
Αντώνυμα: - depender (να εξαρτάται) - renunciar (να παραιτηθεί)
Αυτή η φράση αποτυπώνει την ανθρώπινη ανάγκη να προσαρμόζεται και να βρίσκει λύσεις, κάτι που είναι ουσιώδης πτυχή της ζωής σε πολλές πολιτισμικές συνθήκες.