Η λέξη "buscona" είναι ουσιαστικό και ανήκει στο γένος του θηλυκού (feminine noun).
Η φωνητική μεταγραφή της λέξης "buscona" σύμφωνα με το διεθνές φωνητικό αλφάβητο (IPA) είναι /busˈkona/.
Η λέξη "buscona" χρησιμοποιείται κυρίως για να περιγράψει μια γυναίκα που αναζητά ή κυνηγά κάτι, συχνά σε μια υποτιμητική ή λογοτεχνική έννοια. Επίσης, μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να δηλώσει μια γυναίκα που έχει αμφίβολη ή αρνητική ηθική και αναζητά εύκολους τρόπους για να αποκτήσει ό,τι θέλει. Η συχνότητα χρήσης της λέξης μπορεί να είναι περίπου μέτρια, με μεγαλύτερη παρουσία σε γραπτό λόγο και λογοτεχνία παρά στον καθημερινό προφορικό λόγο.
Παραδείγματα προτάσεων:
- La buscona siempre encuentra la manera de conseguir lo que quiere.
(Η ψάκτισσα πάντα βρίσκει τον τρόπο να αποκτήσει ό,τι θέλει.)
Η λέξη "buscona" δεν είναι ευρέως διαδεδομένη σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις, ωστόσο μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε κάποιες περιπτώσεις που φέρουν μια υποβάθμιση ή χλευασμό.
Ιδιωματικές Εκφράσεις:
- "Esa chica es una buscona, siempre buscando a quien engañar."
(Αυτή η κοπέλα είναι ψάκτισσα, πάντα ψάχνει ποιον να εξαπατήσει.)
"No me gusta su actitud, parece una buscona persiguiendo su próximo objetivo."
(Δεν μου αρέσει η στάση της, φαίνεται σαν ψάκτισσα που κυνηγά τον επόμενο στόχο της.)
"En el trabajo hay una buscona que siempre quiere llevarse el crédito de los demás."
(Στη δουλειά υπάρχει μια ψάκτισσα που πάντα θέλει να παίρνει τα εύσημα των άλλων.)
Η λέξη "buscona" προέρχεται από το ρήμα "buscar", που σημαίνει "να ψάχνεις" ή "να κυνηγάς". Η κατάληξη "-ona" προσθέτει μια αίσθηση υπερβολής ή υποτιμητικής διάστασης.
Συνώνυμα: - Buscadora - Manipuladora
Αντώνυμα: - Passive (παθητική) - Inactiva (ανενεργή)