Η λέξη "busto" είναι ουσιαστικό.
/fus.to/
Η λέξη "busto" χρησιμοποιείται στα ισπανικά για να αναφέρει το ανώτερο τμήμα του σώματος, συχνά σε σχέση με τα στήθη (γυναίκες) ή τη γενική έννοια του στήθους. Συχνά χρησιμοποιείται σε τέχνες, όπως γλυπτική ή ζωγραφική, για να περιγράψει την αναπαράσταση του θώρακα. Επίσης, αναφέρεται σε υπαρκτές ή φανταστικές αναπαραστάσεις του σώματος χωρίς τους βραχίονες ή τα πόδια.
Η χρήση της λέξης "busto" είναι πιο συχνή στον προφορικό λόγο, αν και χρησιμοποιείται και στη γραφή, κυρίως σε καλλιτεχνικά και λογοτεχνικά πλαίσια.
Το μπούστο του αγάλματος είναι πολύ λεπτομερές.
Ella tiene un vestido que resalta su busto.
Αυτή έχει μια φορεσιά που τονίζει το μπούστο της.
El artista realizó un busto en mármol de la famosa actriz.
Η λέξη "busto" δεν έχει πολλές προκαθορισμένες ιδιωματικές εκφράσεις. Ωστόσο, χρησιμοποιείται σε ορισμένα συμφραζόμενα που είναι σχετικές με καλλιτεχνικές αναπαραστάσεις και περιγραφές.
Να φτιάξεις ένα μπούστο είναι μια δύσκολη τέχνη.
El busto de bronce en la plaza es un símbolo de la ciudad.
Το μπούστο από μπρούντζο στην πλατεία είναι ένα σύμβολο της πόλης.
Me gusta el busto que creó ese escultor.
Η λέξη "busto" προέρχεται από την λατινική λέξη "bustum", που αναφερόταν σε ένα μαρμάρινο ή ξύλινο μνημείο. Στην περίπτωση της γλυπτικής, η λέξη αρχικά χρησιμοποιήθηκε για να δείξει μια αναπαράσταση θάνατου (τάφου) αλλά επεκτάθηκε και σε άλλες μορφές καλλιτεχνικής έκφρασης.