Η λέξη butaca είναι ουσιαστικό θηλυκού γένους.
Η φωνητική της μεταγραφή με χρήση διεθνούς φωνητικού αλφάβητου είναι: /buˈtaka/
Η λέξη butaca χρησιμοποιείται κυρίως για να αναφερθεί σε μία άνετη καρέκλα ή πολυθρόνα, συχνά σε ένα θέατρο ή κινηματογράφο, όπου οι θεατές κάθονται. Είναι πολύ κοινή σε ειδικές ρυθμίσεις, όπως παραστάσεις ή ταινίες. Χρησιμοποιείται έντονα και στους προφορικούς και στους γραπτούς λόγους.
Ella se sentó en la butaca del cine.
(Αυτή κάθισε στην πολυθρόνα του σινεμά.)
Él prefiere las butacas al sofá en la sala.
(Οι καρέκλες του αρέσουν περισσότερο από τον καναπέ στο σαλόνι.)
La butaca del teatro era muy cómoda.
(Η πολυθρόνα του θεάτρου ήταν πολύ άνετη.)
Η λέξη butaca δεν είναι η πιο κοινά χρησιμοποιούμενη λέξη για ιδιωματικές εκφράσεις στα ισπανικά, αλλά μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε παρακάτω περιπτώσεις:
Tomar la butaca.
(Να πάρω την πολυθρόνα.)
Χρησιμοποιείται για να δηλώσει ότι κάποιος παίρνει τη θέση του σε μια εκδήλωση ή παράσταση.
Saltar de la butaca.
(Να πηδήξω από την πολυθρόνα.)
Χρησιμοποιείται συνήθως όταν κάποιος είναι τόσο ενθουσιασμένος ή σοκαρισμένος από κάτι που συμβαίνει στην οθόνη.
Estar en la butaca de control.
(Να είμαι στην καρέκλα ελέγχου.)
Σημαίνει να βρίσκεσαι στη θέση του ελέγχου ή της ευθύνης.
Η λέξη butaca προέρχεται από τα ισπανικά και πιθανόν έχει τις ρίζες της σε γαλλικές ή αραβικές λέξεις που σχετίζονται με καθίσματα. Η ακριβής και πλήρης ετυμολογία δεν είναι εύκολα προσβάσιμη, αλλά συνδέεται με έννοιες που αφορούν την άνεση και την ποιότητα.
Αυτές οι λέξεις βοηθούν στην κατανόηση του πλαισίου και της σημασίας της λέξης butaca στην ισπανική γλώσσα.