Η λέξη "butifarra" είναι ουσιαστικό.
Η φωνητική μεταγραφή της λέξης "butifarra" είναι /butiˈfara/.
Η λέξη "butifarra" μεταφράζεται ως "μπουτιφάρα", που αναφέρεται σε ένα είδος λουκάνικου.
Η "butifarra" είναι ένα παραδοσιακό ισπανικό λουκάνικο, κυρίως δημοφιλές στην Ισπανία και σε χώρες της Λατινικής Αμερικής όπως το Περού. Είναι φτιαγμένο από χοιρινό κρέας και μπαχαρικά, και είναι συχνά ψημένο ή τηγανισμένο. Στο Περού, η "butifarra" χρησιμοποιείται συχνά ως συστατικό σε σάντουιτς ή σε παραδοσιακά πιάτα.
Η συχνότητα χρήσης της λέξης "butifarra" είναι αρκετά υψηλή σε γαστρονομικά συμφραζόμενα, και χρησιμοποιείται συχνότερα στον προφορικό λόγο, κυρίως σε ομάδες που συζητούν για φαγητό.
En el mercado venden butifarra fresca.
Στην αγορά πωλούν φρέσκια μπουτιφάρα.
Me encanta comer butifarra con pan y salsa.
Μου αρέσει να τρώω μπουτιφάρα με ψωμί και σάλτσα.
La butifarra es un plato típico de la cocina peruana.
Η μπουτιφάρα είναι ένα παραδοσιακό πιάτο της περουβιανής κουζίνας.
Η λέξη "butifarra" δεν είναι ιδιαίτερα συνηθισμένη σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις, όμως μπορεί να εμφανίζεται σε κάποιες γαστρονομικές ή πολιτιστικές αναφορές:
Comer butifarra es un deleite para el paladar.
Το να τρως μπουτιφάρα είναι μια απόλαυση για τον ουρανίσκο.
La fiesta no estaría completa sin una buena butifarra.
Η γιορτή δεν θα ήταν ολοκληρωμένη χωρίς μια καλή μπουτιφάρα.
Siempre pido butifarra cuando visito la picantería.
Πάντα παραγγέλνω μπουτιφάρα όταν επισκέπτομαι το πιχαντερίο.
Η λέξη "butifarra" προέρχεται από την καταλανική λέξη "botifarra" που σημαίνει λουκάνικο, και έχει ρίζες στη ρωμαϊκή γλώσσα.
Συνώνυμα: λουκάνικο, χοιρινό λουκάνικο (σε συγκεκριμένα τοπικά συμφραζόμενα).
Αντώνυμα: δεν υπάρχουν ακριβή αντώνυμα, καθώς η "butifarra" αναφέρεται σε συγκεκριμένο τύπο λουκάνικου.