Cabalgar είναι ρήμα.
/ka.βal.ˈɡaɾ/
Η λέξη cabalgar σημαίνει «να ιππεύω» ή «να κάνω ιππασία». Χρησιμοποιείται κυρίως σε περιβάλλοντα που σχετίζονται με την ιππασία ή τις δραστηριότητες που περιλαμβάνουν άλογα. Η χρήση της είναι συχνότερη στο γραπτό λόγο, ειδικότερα σε λογοτεχνικά κείμενα ή σε περιγραφές ζωικών δραστηριοτήτων. Στον προφορικό λόγο, μπορεί να συναντηθεί, αλλά συχνά αντικαθίσταται από πιο απλές φράσεις.
Αυτός έμαθε να ιππεύει από πολύ νωρίς.
La niña sueña con cabalgar por los prados.
Η κοπέλα ονειρεύεται να ιππεύει στα λιβάδια.
Después de cabalgar, se siente libre y feliz.
Ο όρος cabalgar δεν χρησιμοποιείται ευρέως σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να αποτελέσει μέρος κάποιων φράσεων που σχετίζονται με την ιππασία ή την ελευθερία της κίνησης:
Ιππεύω πάνω από τα σύννεφα. (Μια έκφραση που δηλώνει ευτυχία ή ευφορία.)
Cabalgando entre sueños.
Ιππεύοντας ανάμεσα σε όνειρα. (Δηλώνει ένα υπέροχο και φανταστικό ταξίδι στο νου κάποιου.)
No hay nada como cabalgar al amanecer.
Η λέξη cabalgar προέρχεται από τα λατινικά, συγκεκριμένα από τη λέξη "caballus", που σημαίνει «άλογο». Υιοθετήθηκε από την ισπανική γλώσσα, εξελίσσοντας τη σημασία της.
Συνώνυμα: - Ippisar (ιππεύω) - Montar a caballo (να ιππεύω άλογο)
Αντώνυμα: - Bajar (να κατεβαίνω) - Desmontar (να κατεβαίνω από άλογο)