Το "caballete" είναι ουσιαστικό.
/a.ka.ˈβa.ʎe.te/
Η λέξη "caballete" αναφέρεται κυρίως σε ένα είδος υποστηρίγματος ή βάσης που χρησιμοποιείται για να κρατήσει καμβάδες ζωγραφικής ή άλλες επιφάνειες. Επίσης, μπορεί να χρησιμοποιείται για να αναφέρεται σε δομές που υποστηρίζουν άλλα αντικείμενα, όπως στο χτίσιμο ή στη βιομηχανία. Χρησιμοποιείται κυρίως σε γραπτό λόγο αλλά και σε προφορικό, ειδικά στον τομέα της τέχνης.
Στο στούντιο του καλλιτέχνη υπάρχει ένα παλιό καβαλέτο.
El pintor ajustó el caballete para trabajar más cómodamente.
Η λέξη "caballete" μπορεί να βρεθεί σε κάποιες ιδιωματικές εκφράσεις, κυρίως σχετικές με την τέχνη ή τη ζωγραφική:
Να ξαπλώνει κανείς όπως ένα καβαλέτο. (να είναι σε αδυναμία ή κούραση)
Tener un caballete en el taller.
Να έχεις ένα καβαλέτο στο εργαστήριο. (να έχεις όλα τα απαραίτητα εργαλεία για τη δουλειά σου)
Estar al borde del caballete.
Η λέξη προέρχεται από τη γαλλική λέξη "caballet", που έχει τις ρίζες της στο λατινικό "caballus", που σημαίνει "άλογο", αναφερόμενη στη σειρά ή στο σχήμα που μοιάζει με άλογο.