Ο όρος "cabaña" είναι ουσιαστικό θηλυκού γένους.
/fɾimɪɣɪndɛ/
Η λέξη "cabaña" αναφέρεται σε μια μικρή, συχνά ξύλινη καλύβα ή καταφύγιο, συνήθως που βρίσκεται σε εξοχή ή σε φυσικά τοπία, χρησιμοποιούμενη για αναψυχή ή χωρητικότητα διαμονής. Συνήθως δεν έχει πολυτελείς ανέσεις και συχνά οι άνθρωποι τις χρησιμοποιούν για διακοπές ή για απόδραση από την καθημερινότητα.
Στη γλώσσα των Ισπανικών, η λέξη χρησιμοποιείται τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο. Η συνολική χρήση της είναι αρκετά συχνή, ειδικά σε συζητήσεις που σχετίζονται με ταξίδια, θ nature και αναψυχή.
Vamos a pasar el fin de semana en la cabaña.
Θα περάσουμε το σαββατοκύριακο στην καλύβα.
La cabaña en el bosque es muy acogedora.
Η καλύβα στο δάσος είναι πολύ φιλόξενη.
Los amigos decidieron alquilar una cabaña junto al lago.
Οι φίλοι αποφάσισαν να νοικιάσουν μια καλύβα δίπλα στη λίμνη.
Η λέξη "cabaña" δεν περιλαμβάνεται συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις, ωστόσο, μπορεί να σχετίζεται με διάφορες φράσεις που περιγράφουν καταστάσεις ή συναισθήματα:
"Vivir en una cabaña" - Συχνά χρησιμοποιείται για να περιγράψει μια απλή ζωή ή μια επιστροφή στη φύση.
"Vivir en una cabaña es como volver a lo esencial."
Το να ζεις σε μια καλύβα είναι σαν να επιστρέφεις στο βασικό.
"Cabaña de sueños" - Αναφέρεται σε ένα όνειρο ή φαντασία σχετικά με μια απλή και ήρεμη ζωή.
"Siempre quise tener una cabaña de sueños en la montaña."
Πάντα ήθελα να έχω μια καλύβα ονείρων στο βουνό.
"Cabaña de descanso" - Χρησιμοποιείται για να περιγράψει έναν χώρο όπου κανείς μπορεί να χαλαρώσει.
"Vamos a la cabaña de descanso para relajarnos."
Πάμε στην καλύβα για να χαλαρώσουμε.
Ο όρος "cabaña" προέρχεται από τη λατινική λέξη "capanna", που σημαίνει "καλύβα" ή "καταφύγιο". Η πορεία αυτή έχει κρατήσει τη σημασία της καλύβας ως απλού καταλύματος.
Συνώνυμα: - Cabañita - Refugio - Albergue
Αντώνυμα: - Palacio (παλάτι) - Edificio (κτίριο) - Mansión (μεγάλο σπίτι)
Συνολικά, η λέξη "cabaña" είναι πολυσηματική και χρησιμοποιείται ευρέως σε πολλές πτυχές της ζωής και της γλώσσας.