Ρήμα
/kabeˈθe.aɾ/ (στην ισπανική Αμερική: /kabeˈse.aɾ/)
Η λέξη "cabecear" σημαίνει κυρίως να χτυπάει κανείς με το κεφάλι ή να το κουνάει, ειδικά όταν αναφερόμαστε σε ζώα ή ανθρώπους που κουνάνε το κεφάλι τους. Επίσης, χρησιμοποιείται στον ναυτικό τομέα για να περιγράψει την κίνηση ενός πλοίου όταν το κεφάλι του γυρίζει δίπλα-δίπλα με τις κινήσεις των κυμάτων. Η συχνότητα χρήσης της είναι σχετικά μέτρια, και χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό λόγο για καθημερινές καταστάσεις.
El caballo comenzó a cabecear cuando escuchó el ruido.
(Το άλογο άρχισε να κεφαλοκουτουπώνει όταν άκουσε τον θόρυβο.)
Durante la tormenta, el barco cabeceaba violentamente en el mar.
(Κατά τη διάρκεια της καταιγίδας, το πλοίο κεφαλοκουτούπωνε βίαια στη θάλασσα.)
Η λέξη "cabecear" χρησιμοποιείται συνήθως σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις στα ισπανικά:
Cabecear como un pez
(Να κεφαλοκουτουπώνει σαν ψάρι)
Σημαίνει να μην έχει σταθερή κατεύθυνση ή να είναι αβέβαιος στην επιλογή του.
No cabecear en lo obvio
(Να μην κεφαλοκουτουπώνεις το προφανές)
Δηλώνει ότι κάποιος δεν αναγνωρίζει ή δεν καταλαβαίνει κάτι που είναι προφανές.
Η λέξη προέρχεται από το "cabeza," που σημαίνει "κεφάλι" στα ισπανικά, με το "-ear" που δηλώνει δράση. Έτσι, η λέξη εκφράζει τη δραστηριότητα που σχετίζεται με το κεφάλι.
Συνώνυμα: - Moviendo la cabeza (κουνώντας το κεφάλι) - Girar la cabeza (να γυρίσω το κεφάλι)
Αντώνυμα: - Estar tranquilo (να είμαι ήρεμος) - Permanecer inmóvil (να παραμείνω ακίνητος)