Η λέξη "cabecera" στα ισπανικά αναφέρεται σε διάφορες έννοιες, όπως: 1. Στην αρχή ή το πάνω μέρος ενός κειμένου (περίπτωση εκτύπωσης). 2. Το κάθισμα ή η βάση ενός κρεβατιού. 3. Σημείο αναφοράς ή επίκεντρο σε κάποια διεργασία.
Η συχνότητα χρήσης της λέξης είναι αρκετά υψηλή, και χρησιμοποιείται και στον προφορικό και στο γραπτό λόγο, με έμφαση όμως στον γραπτό όπου οι όροι της εκτύπωσης ή της δομής ενός κειμένου είναι πιο συχνοί.
Η κεφαλίδα της σελίδας έχει ένα λογότυπο.
El mueble tiene una cabecera muy bonita.
Η λέξη "cabecera" χρησιμοποιείται σε ορισμένες ιδιωματικές εκφράσεις στα ισπανικά:
Χρησιμοποιείται για να δηλώσει ότι κάτι ή κάποιος είναι πρώτος ή έχει υψηλή προτεραιότητα.
Tomar la cabecera de un proyecto.
Χρησιμοποιείται για να δηλώσει την ανάληψη ευθυνών σε μια εργασία ή έργο.
Colocar un cabecero en la cama.
Χρησιμοποιείται κυρίως στις διαδικασίες διακόσμησης.
La cabecera del periódico es impactante.
Χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάτι που τραβάει την προσοχή.
Ir a la cabecera de la consulta.
Η λέξη "cabecera" προέρχεται από το λατινικό "capitia", που σημαίνει «κεφαλή» ή «επικεφαλής», με την κατάληξη "-era" που δηλώνει θέση ή κατάσταση.
parte superior
Αντώνυμα: