Cabecero: Ουσιαστικό (masculino).
Φωνητική μεταγραφή: [ka.βe.ˈθe.ɾo] (σε ισπανικές διαλέκτους που προφέρουν το "c" ως "θ") ή [ka.βe.ˈɾo] (σε διαλέκτους που προφέρουν το "c" ως "k").
Η λέξη cabecero χρησιμοποιείται για να αναφερθεί στο κεφαλάρι ενός κρεβατιού, δηλαδή το πίσω μέρος του κρεβατιού που είναι συχνά κατασκευασμένο από ξύλο ή ύφασμα. Επίσης, μπορεί να αναφέρεται γενικά σε κάτι που βρίσκεται ή λειτουργεί σαν "κεφαλή" σε μια σειρά αντικειμένων ή εργασιών.
Στη γλώσσα των Ισπανών, η λέξη χρησιμοποιείται συχνά σε γραπτά πλαίσια που σχετίζονται με την επίπλωση και τον σχεδιασμό εσωτερικών χώρων. Πιο σπάνια, μπορεί να χρησιμοποιηθεί και στον προφορικό λόγο, κυρίως σε συζήτηση για διακόσμηση ή ανακαίνιση.
El cabecero de la cama que compramos es muy elegante.
(Το κεφαλάρι του κρεβατιού που αγοράσαμε είναι πολύ κομψό.)
Pinté el cabecero para darle un nuevo estilo a la habitación.
(Έβαψα το κεφαλάρι για να δώσω ένα νέο στυλ στο δωμάτιο.)
Η λέξη cabecero δεν ανήκει σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις, ωστόσο, μπορεί να συνδυαστεί σε κάποιες φράσεις που αφορούν την επίπλωση.
Tener un cabecero de madera:
(Να έχεις ένα ξύλινο κεφαλάρι.)
Cambiar el cabecero por uno tapizado:
(Να αλλάξεις το κεφαλάρι με ένα ντυμένο.)
El cabecero le da carácter a la habitación:
(Το κεφαλάρι δίνει χαρακτήρα στο δωμάτιο.)
Η λέξη προέρχεται από τη σύνθεση του "cabeza" (κεφαλή) με το κατάληξη "ero", υποδεικνύοντας κάτι που σχετίζεται με ή έχει τη μορφή "κεφαλής". Αυτό υποδηλώνει τη θέση ή τη λειτουργία του αντικειμένου.
Συνώνυμα: - Peana (σε κάποιο συγκεκριμένο πλαίσιο) - Respaldo (υποστήριξη)
Αντώνυμα: - Pie de cama (πόδι κρεβατιού)
Αυτές οι πληροφορίες αναδεικνύουν την πλούσια χρήση της λέξης cabecero στην ισπανική γλώσσα και τη σημασία της σε πολλά πλαίσια.