«Cabecilla» είναι ουσιαστικό.
Φωνητική μεταγραφή: /ka.βe.ˈθi.ʎa/ (Ισπανικά).
Η λέξη «cabecilla» αναφέρεται σε ένα άτομο που είναι αρχηγός ή ηγέτης, συχνά σε ένα συγκεκριμένο κοινωνικό ή πολιτικό πλαίσιο. Ο όρος μπορεί επίσης να σημαίνει κάποιον που ηγείται μιας ομάδας ή οργάνωσης, χρησιμοποιούμενος συνήθως σε προφορικό λόγο. Η συχνότητα χρήσης της ξεπερνά τη γραπτή γλώσσα, καθώς πολλές φορές χρησιμοποιείται σε καθημερινές συζητήσεις.
El cabecilla del grupo tomó todas las decisiones importantes.
(Ο αρχηγός της ομάδας πήρε όλες τις σημαντικές αποφάσεις.)
La comunidad eligió a un cabecilla para representar sus intereses.
(Η κοινότητα εξέλεξε έναν ηγέτη για να εκπροσωπήσει τα συμφέροντά τους.)
El cabecilla de la pandilla fue capturado por la policía.
(Ο αρχηγός της συμμορίας συνελήφθη από την αστυνομία.)
Η λέξη «cabecilla» μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε κάποιες ιδιωματικές εκφράσεις που περιγράφουν άτομα που έχουν ηγετική θέση ή σημαντική επιρροή:
Ser el cabecilla de la manada.
(Να είσαι ο αρχηγός της αγέλης.)
Χρήση: Αναφέρεται στην ηγετική θέση κάποιου σε μια ομάδα.
Tratar a alguien como cabecilla.
(Να αντιμετωπίζεις κάποιον ως αρχηγό.)
Χρήση: Χρησιμοποιείται όταν κάποιος δίνει οδηγίες ή αναγνωρίζει την εξουσία άλλου.
El cabecilla de la política local es muy influyente.
(Ο αρχηγός της τοπικής πολιτικής είναι πολύ επιδραστικός.)
Χρήση: Χρησιμοποιείται για να δείξει την επιρροή ενός πολιτικού προσώπου.
Η λέξη «cabecilla» προέρχεται από το ισπανικό «cabeza», που σημαίνει «κεφάλι» ή «ηγέτης», με την προσθήκη του -illa, που είναι ένα δεικτικό κατάληξης που ενισχύει ή υποδηλώνει μικρότερο ή πιο τρυφερό από το αρχικό.
Συνώνυμα: - líder (ηγέτης) - jefe (αρχηγός, αφεντικό)
Αντώνυμα: - seguidor (ακόλουθος) - subordinado (υπάλληλος, υποτακτικός)