Η λέξη "cabeza" είναι ουσιαστικό.
Η φωνητική μεταγραφή της λέξης "cabeza" με χρήση του διεθνούς φωνητικού αλφαβήτου (IPA) είναι [kaˈβeθ.a] (Στην Ισπανία) ή [kaˈβe.sa] (Στη Λατινική Αμερική).
Η λέξη "cabeza" σημαίνει "κεφάλι" στα ελληνικά και χρησιμοποιείται για να αναφερθεί στον ανώτερο μέρος του σώματος όπου βρίσκονται το πρόσωπο και τα μάτια, καθώς και για να περιγράψει μεταφορικά τη θέση ηγεσίας σε μια ομάδα ή οργανισμό. Χρησιμοποιείται σε καθημερινές συζητήσεις και έχει μέτρια έως υψηλή συχνότητα χρήσης, κυρίως στον προφορικό λόγο αλλά και σε γραπτά κείμενα.
Το κεφάλι είναι ένα πολύ σημαντικό μέρος του σώματος.
Me duele la cabeza hoy.
Έχω πονοκέφαλο σήμερα.
Es el jefe, él lleva la cabeza de la empresa.
Η λέξη "cabeza" χρησιμοποιείται συχνά σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις στα Ισπανικά:
Είναι σκληρόμυαλος και ποτέ δεν ακούει συμβουλές.
"Poner cabeza" - Σημαίνει να γίνεις πιο υπεύθυνος ή να λάβεις σοβαρές αποφάσεις.
Είναι ώρα να γίνουμε υπεύθυνοι και να σχεδιάσουμε το μέλλον μας.
"No tener cabeza" - Σημαίνει να μην σκέφτεσαι σωστά ή να είσαι αφελής.
Σήμερα δεν σκέφτομαι σωστά για να δουλέψω.
"Meterse en la cabeza" - Σημαίνει να πείσεις κάποιον για κάτι.
Η λέξη "cabeza" προέρχεται από τα λατινικά "capitia", το οποίο είναι το πληθυντικό του "caput" που σημαίνει "κεφάλι".
Συνώνυμα: - cabeza (κεφάλι) - coco (κεφάλι, σπανιότερη χρήση)
Αντώνυμα: - No υπάρχουν ακριβή αντώνυμα για την λέξη "cabeza", αλλά μπορεί να χρησιμοποιηθούν εκφράσεις που υποδηλώνουν έλλειψη μυαλού ή ελέγχου, όπως "sin cabeza" (χωρίς σκέψη).