cabezada - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

cabezada (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Cabezada είναι ουσιαστικό θηλυκού γένους.

Φωνητική μεταγραφή

Φωνητική μεταγραφή: [kaβeˈθða]

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία της λέξης

Η λέξη cabezada αναφέρεται κυρίως στην ενέργεια του να κουνάει κανείς το κεφάλι του ή σε μια μικρή κίνηση του κεφαλιού. Στη ναυτική γλώσσα, μπορεί να αναφέρεται επίσης στη γωνία με την οποία κουνιέται το κεφάλι ενός πλοίου στο κύμα. Χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό λόγο, ιδίως σε καθημερινές συζητήσεις.

Παραδείγματα προτάσεων

  1. Ella dio una cabezada mientras leía.
    (Αυτή έκανε μια κούραση του κεφαλιού ενώ διάβαζε.)

  2. El barco se movió con la cabezada de las olas.
    (Το πλοίο κινήθηκε με την κίνηση του κεφαλιού από τα κύματα.)

Ιδιωματικές εκφράσεις

Η λέξη cabezada μπορεί να αναφέρεται σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις στην ισπανική γλώσσα.

  1. Dar una cabezada.
    (Να κάνω μια κούραση του κεφαλιού.)
    Συχνά αναφέρεται στην πράξη του να αποκοιμιέσαι για λίγο.

Εξ. Después de almorzar, siempre doy una cabezada.
(Μετά το μεσημεριανό γεύμα, πάντα κάνω μια κούραση του κεφαλιού.)

  1. Cabezada de cebra.
    (Κίνηση του κεφαλιού σαν αυτή μιας ζέβρας.)
    Χρησιμοποιείται για να αναφερθεί σε κάποιον που είναι ανίκανος να αποφασίσει.

Εξ. Estaba indeciso, daba cabezadas de cebra.
(Ήταν αβέβαιος, έκανε κινήσεις κεφαλαίου σαν ζέβρα.)

  1. Perder la cabezada.
    (Να χάσεις την κούραση του κεφαλιού.)
    Αναφέρεται σε κάποιον που χάνει την αυτοκυριαρχία του.

Εξ. Cuando se enteró de la noticia, perdió la cabezada.
(Όταν έμαθε τα νέα, έχασε την αυτοκυριαρχία του.)

Ετυμολογία της λέξης

Η λέξη cabezada προέρχεται από τη λέξη cabeza, που σημαίνει "κεφάλι" στα ισπανικά, με προσθήκη της κατάληξης -ada, που υποδηλώνει μια επανάληψη ή κατάσταση.

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - Kούρσα (όρος που χρησιμοποιείται περιστασιακά). - Κίνηση κεφαλής (γενική περιγραφή).

Αντώνυμα: - Σταθερότητα (σε σχέση με την αδυναμία κίνησης). - Άκαμπτο (ακινησία του κεφαλιού).



22-07-2024