Cabezazo είναι ουσιαστικό αρσενικού γένους.
Η φωνητική μεταγραφή του cabezazo με χρήση διεθνούς φωνητικού αλφαβήτου (IPA) είναι: [ka.βe.θa.θo]
Η λέξη cabezazo αναφέρεται σε μια κίνηση όπου κάποιος χτυπάει κάτι ή κάποιον με το κεφάλι του. Αυτή η κίνηση μπορεί να είναι μία μορφή επίθεσης ή απλώς ένας τρόπος κίνησης σε αθλήματα, όπως το ποδόσφαιρο. Χρησιμοποιείται συχνά σε καθημερινές συζητήσεις καθώς και σε αθλητικά συμφραζόμενα.
Συχνότητα χρήσης: Η λέξη χρησιμοποιείται περισσότερο στον προφορικό λόγο, ειδικά σε πολύ συγκεκριμένα περιβάλλοντα όπως ο αθλητισμός.
El jugador hizo un cabezazo y anotó un gol.
(Ο παίκτης έκανε ένα κεφαλοχτύπημα και σημείωσε ένα γκολ.)
Me dio un cabezazo sin querer mientras jugábamos.
(Μου έδωσε ένα χτύπημα με το κεφάλι κατά λάθος ενώ παίζαμε.)
Η λέξη cabezazo μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε ορισμένες ιδιωματικές εκφράσεις, κυρίως για να περιγράψει καταστάσεις όπου γίνεται χρήση του κεφαλιού, είτε ως φυσική κίνηση είτε μεταφορικά.
Dar un cabezazo a la pared.
(Να χτυπήσεις το κεφάλι σου στον τοίχο.) - Σημαίνει να αισθάνεσαι απογοητευμένος.
Estar a cabezazo limpio.
(Να είσαι με καθαρό κεφάλι.) - Να είσαι νηφάλιος ή καθαρός από σκέψεις.
Cabezazo en el fútbol, es pura estrategia.
(Το κεφαλοχτύπημα στο ποδόσφαιρο είναι καθαρή στρατηγική.) - Αναφέρεται στη χρήση του κεφαλιού ως στρατηγική κίνηση στο παιχνίδι.
Después del cabezazo, tuvo que salir del partido.
(Μετά το κεφαλοχτύπημα, έπρεπε να αποσυρθεί από τον αγώνα.) - Αναφέρεται σε τραυματισμό λόγω μιας κίνησης.
Η λέξη cabezazo προέρχεται από τη λέξη cabeza (κεφάλι) συνδυασμένη με το καταληκτικό -azo, το οποίο χρησιμοποιείται για να υποδηλώσει κάτι μεγάλο ή έντονο.
Συνώνυμα: - golpetazo (χτύπημα) - impacto (κρούση)
Αντώνυμα: - acariciar (να χαϊδέψεις) - suavizar (να μετριάσεις)
Αυτές οι πληροφορίες συγκροτούν μια ολοκληρωμένη εικόνα για τη λέξη cabezazo και τις χρήσεις της στην ισπανική γλώσσα.