Η λέξη "cabina" είναι ουσιαστικό ( sustantivo ).
Η φωνητική μεταγραφή της λέξης "cabina" είναι [kaˈβina] σύμφωνα με το διεθνές φωνητικό αλφάβητο (IPA).
Η λέξη "cabina" χρησιμοποιείται κυρίως για να αναφερθεί σε έναν μικρό κλειστό χώρο, όπως μια καμπίνα σε αεροπλάνο, πλοίο ή τρένο. Μπορεί επίσης να αναφέρεται σε θάλαμο ή κλειστό χώρο για συγκεκριμένες δραστηριότητες, όπως η καμπίνα επικοινωνίας σε ένα στρατιωτικό ή επικοινωνιακό πλαίσιο. Η λέξη χρησιμοποιείται συχνά και στις καθημερινές συζητήσεις, αλλά και σε τεχνικές ή επιστημονικές αναφορές, κάνοντάς την αρκετά κοινή στον προφορικό και γραπτό λόγο.
El piloto se sentó en la cabina del avión.
(Ο πιλότος κάθισε στην καμπίνα του αεροπλάνου.)
Las cabinas de los barcos son espacios pequeños pero cómodos.
(Οι καμπίνες των πλοίων είναι μικροί αλλά άνετοι χώροι.)
En la estación de tren, hay cabinas de información.
(Στον σιδηροδρομικό σταθμό, υπάρχουν θάλαμοι πληροφόρησης.)
Η λέξη "cabina" εμφανίζεται και σε αρκετές ιδιωματικές ή τεχνικές εκφράσεις:
Cabina de mando
(Θάλαμος ελέγχου)
El capitán estaba en la cabina de mando durante la tormenta.
(Ο καπετάνιος ήταν στον θάλαμο ελέγχου κατά τη διάρκεια της καταιγίδας.)
Cabina telefónica
(Τηλεφωνική καμπίνα)
Antes era común ver cabinas telefónicas en cada esquina.
(Παλιά ήταν κοινό να βλέπεις τηλεφωνικές καμπίνες σε κάθε γωνία.)
Cabina de seguridad
(Ασφαλής θάλαμος)
Los soldados se refugiaron en la cabina de seguridad durante el ataque.
(Οι στρατιώτες κατέφυγαν στον ασφαλή θάλαμο κατά την επίθεση.)
Cabina de pilotaje
(Καμπίνα πιλοτηρίου)
El ingeniero explicó cómo funciona la cabina de pilotaje del avión.
(Ο μηχανικός εξήγησε πώς λειτουργεί η καμπίνα πιλοτηρίου του αεροπλάνου.)
Cabina del conductor
(Καμπίνα του οδηγού)
La cabina del conductor del tren es muy espaciosa.
(Η καμπίνα του οδηγού του τρένου είναι πολύ ευρύχωρη.)
Η λέξη "cabina" προέρχεται από το ισπανικό "cabaña", που σημαίνει "καλύβα" ή "μικρό σπίτι", με ρίζες που οδηγούν στο λατινικό "capanna".
Local (χώρος)
Αντώνυμα: