cableado: ουσιαστικό
/ka.βle.ˈa.ðo/
Η λέξη cableado αναφέρεται στη διαδικασία ή στο αποτέλεσμα της εγκατάστασης και της οργάνωσης καλωδίων, συνήθως σε ηλεκτρολογικά ή τηλεπικοινωνιακά συστήματα. Στα ισπανικά, χρησιμοποιείται κυρίως σε τεχνικά και επαγγελματικά συμφραζόμενα, αλλά είναι επίσης κοινή σε γενικούς διαλόγους σχετικά με ηλεκτρολογικές εγκαταστάσεις. Όσον αφορά τη συχνότητα χρήσης, το cableado χρησιμοποιείται περισσότερο σε γραπτά κείμενα (όπως εγχειρίδια ή τεχνικές αναφορές) από ό,τι στον προφορικό λόγο.
Η καλωδίωση του γραφείου ολοκληρώθηκε χθες.
Necesitamos revisar el cableado de la red.
Σε γενικές γραμμές, η λέξη cableado δεν χρησιμοποιείται συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις στα ισπανικά, αλλά μπορούν να σχηματιστούν προτάσεις με σχετικές εκφράσεις που συνδέονται με την ηλεκτρολογική ή τηλεπικοινωνιακή εγκατάσταση:
Η καλωδίωση ενός κτηρίου πρέπει να ακολουθεί συγκεκριμένους κανονισμούς.
Un buen cableado garantiza la seguridad eléctrica.
Μια καλή καλωδίωση εγγυάται την ηλεκτρική ασφάλεια.
El cableado estructurado es esencial para la eficiencia de la red.
Η λέξη cableado προέρχεται από το ουσιαστικό cable (καλώδιο) με την προσθήκη της κατάληξης -ado, που χρησιμοποιείται για να δηλώσει τη διαδικασία ή την κατάσταση ενός ουσιαστικού.
Συνώνυμα: - instalación eléctrica (ηλεκτρολογική εγκατάσταση) - conectividad (σύνδεση)
Αντώνυμα: - desconexión (αποσύνδεση)
Αυτές οι πληροφορίες παρέχουν μια εκτενή εικόνα της λέξης cableado και της χρήσης της στα ισπανικά.