Η λέξη "cabo" είναι ουσιαστικό.
[ˈka.βo]
Η λέξη "cabo" χρησιμοποιείται σε διάφορους τομείς, όπως στρατιωτικός και ναυτικός. Σημαίνει "γωνία", "άκρο", "καλωδίων" ή "δόκιμος" (στρατώνας). Στην ισπανική γλώσσα, η χρήση της μπορεί να διαφέρει ανάλογα με το πλαίσιο, αλλά γενικά έχει μέτρια συχνότητα χρήσης. Συνήθως χρησιμοποιείται περισσότερο στο προφορικό λόγο.
El cabo de la cuerda se rompió.
(Η άκρη του σχοινιού έσπασε.)
El cabo es un rango militar.
(Ο δόκιμος είναι ένας στρατιωτικός βαθμός.)
Voy a conectar el cabo al enchufe.
(Θα συνδέσω το καλώδιο στην πρίζα.)
Cabo suelto
Σημαίνει "χαλαρός", προέρχεται από τη μεταφορική χρήση της λέξης για το ακατάστατο, και χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάποιον ή κάτι που δεν έχει έλεγχο ή οργάνωση.
Ejemplo: Esa casa está llena de cabos sueltos.
(Αυτή η casa είναι γεμάτη χαλαρούς.)
Dar el cabo
Σημαίνει "να πάρεις την ευθύνη" ή "να φέρεις στο τέλος".
Ejemplo: Es hora de dar el cabo en este proyecto.
(Είναι ώρα να αναλάβω την ευθύνη σε αυτό το έργο.)
Cabo de guerra
Χρησιμοποιείται για να περιγράψει μια κατάσταση διαφωνίας ή σύγκρουσης.
Ejemplo: Tuvimos un cabo de guerra en la reunión.
(Είχαμε μία διαφωνία στη συνάντηση.)
Η λέξη "cabo" προέρχεται από το λατινικό "caput", που σημαίνει "κεφάλι", "κορυφή" ή "άκρο".
Συνώνυμα:
άκρο, τέλος, δόκιμος (στο στρατό).
Αντώνυμα:
αρχή, κορυφή (σε μερικά πλαίσια).
Αυτές οι πληροφορίες διευκολύνουν τη κατανόηση και χρήση της λέξης "cabo" σε διαφορετικά πλαίσια κατάλληλα στη γλώσσα Ισπανικά.