Μέρος του λόγου: Ουσιαστικό
Φωνητική μεταγραφή: [kaˈβɾito]
Η λέξη "cabrito" αναφέρεται σε ένα νεαρό κατσίκι, συνήθως κάτω από έξι μήνες. Χρησιμοποιείται συχνά στη γαστρονομία, ειδικά για την περιγραφή κρέατος που προέρχεται από νεαρή κατσίκα ή κατσίκι. Στα περισσότερα ισπανόφωνες χώρες, το "cabrito" έχει ιδιαίτερα δημοφιλή θέση στα παραδοσιακά πιάτα, όπως στο Μεξικό και το Περού.
Η χρήση της λέξης είναι κοινή τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, αν και συχνά προτιμάται σε γαστρονομικά κείμενα και συνομιλίες.
(Το κατσίκι είναι ένα χαρακτηριστικό πιάτο σε πολλές περιοχές του Μεξικού.)
Comí cabrito asado en una fiesta familiar recientemente.
Η λέξη "cabrito" μπορεί να χρησιμοποιηθεί και σε ιδιωματικές εκφράσεις, κυρίως σε περιοχές όπου η κατανάλωση του κατσικίσιου κρέατος είναι συνηθισμένη.
Está siempre alegre, ¡está como un cabrito!
(Είναι πάντα χαρούμενος, είναι σαν ένα κατσίκι!)
Vender cabrito al peso: Αναφέρεται στον καπλαμά ή στη διάθεση ανθρώπων να εκμεταλλευτούν τους άλλους.
No se deja engañar, no vende cabrito al peso.
(Δεν τον ξεγελάς, δεν εκμεταλλεύεται τους άλλους.)
Criar cabritos: Σημαίνει να μεγαλώνεις ή να φροντίζεις κάτι με προσοχή και αγάπη.
Η λέξη "cabrito" προέρχεται από το λατινικό "capritum", που σημαίνει "small goat" (μικρό κατσίκι). Η ρίζα της στερείται αλλαγών από τους γραπτούς και ομιλητές του ισπανικού και γαλλικού προφορικού λόγου.
Συνώνυμα: - cabra (κατσίκα) - cordero (αρνάκι, αν και αυτό αναφέρεται σε πρόβατο)
Αντώνυμα: - viejo (γηραιός, σε σχέση με την ηλικία των ζώων) - adulto (ενήλικος)