Η λέξη "caca" είναι ουσιαστικό.
Η φωνητική μεταγραφή της λέξης "caca" με χρήση του διεθνούς φωνητικού αλφαβήτου (IPA) είναι: /ˈkaka/.
Η λέξη "caca" μπορεί να μεταφραστεί στα Ελληνικά ως: - κακά (αναφερόμενη στις ακαθαρσίες) - κακάκια (μικρή ή παιδική εκδοχή της λέξης)
Στα Ισπανικά, η λέξη "caca" χρησιμοποιείται κυρίως σε παιδικό λεξιλόγιο και αναφέρεται σε ακαθαρσίες ή περιττώματα. Είναι πολύ συχνά σε προφορικό λόγο, ειδικά στη συζήτηση με παιδιά. Η χρήση της είναι κολλεκτική και αναφέρεται σε ένα θέμα που συνήθως αποφεύγεται σε επίσημα ή γραπτά περιβάλλοντα.
"El niño dijo que tiene que ir al baño porque necesita hacer caca."
(Το παιδί είπε ότι πρέπει να πάει στην τουαλέτα γιατί χρειάζεται να κάνει κακά.)
"No olvides llevar una bolsa para la caca del perro."
(Μην ξεχάσεις να πάρεις μια σακούλα για τα κακά του σκύλου.)
"La caca de las aves es buen fertilizante."
(Τα κακά των πουλιών είναι καλό λίπασμα.)
Η λέξη "caca" χρησιμοποιείται σε κάποιες ιδιωματικές εκφράσεις, αν και δεν είναι τόσο συχνή σε αυτές. Ακολουθούν μερικές παραδείγματικές προτάσεις:
"Hiciste caca en los pantalones."
(Έκανες κακά στα παντελόνια.)
"Eso es una caca de perro."
(Αυτό είναι μια κακά σκύλου.)
"No seas caca y comparte tus juguetes."
(Μην είσαι κακός και μοιράσου τα παιχνίδια σου.)
Η λέξη "caca" κατάγεται από την λατινική λέξη "cacare" που σημαίνει "να φωνάζω" ή "να κάνω θόρυβο", και χρησιμοποιείται σε διάφορες γλώσσες για να αναφερθεί σε περιττώματα.
"excremento" (ακαθαρσία)
Αντώνυμα: