cacao - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

cacao (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Cacao (ουσιαστικό)

Φωνητική μεταγραφή

[kaˈka.o]

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία και Χρήση

Η λέξη "cacao" αναφέρεται στους σπόρους που παράγονται από το κακαόδεντρο, οι οποίοι χρησιμοποιούνται για την παρασκευή σοκολάτας και άλλων προϊόντων. Στην ισπανική γλώσσα, η λέξη χρησιμοποιείται συχνά σε διάφορες πτυχές της διατροφής και της γαστρονομίας. Η συχνότητα χρήσης του όρου είναι αρκετά υψηλή, κυρίως στον προφορικό λόγο και σε γαστρονομικά κείμενα.

Παραδείγματα: - El cacao es un ingrediente fundamental en la elaboración de chocolate.
(Το κακάο είναι ένα βασικό συστατικό στην παρασκευή σοκολάτας.)

Ιδιωματικές Εκφράσεις

Η λέξη "cacao" μπορεί να εμφανίζεται σε αρκετές ιδιωματικές εκφράσεις στα ισπανικά, αποτυπώνοντας τη σημασία της στην κουλτούρα και τη γαστρονομία.

Ετυμολογία

Η λέξη "cacao" προέρχεται από τη γλώσσα των Αζτέκων "cacahuatl", που σημαίνει σπόρος. Ο όρος πέρασε στα ισπανικά κατά την εποχή της αποικιοκρατίας, όταν οι Ευρωπαίοι ανακάλυψαν το κακαόδεντρο στη Μεσόγειο.

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - chocolate (συχνά χρησιμοποιείται σπουδαίως πανεπιστημιακά αντί κακάο) - cacaoyer (λωριόλαιο που παράγεται από τους σπόρους κακάο)

Αντώνυμα: - salado (αλμυρός) - amargo (πικρός)

Η λέξη "cacao" διατηρεί σημασία και σε τρέχουσα γλωσσική χρήση, και έχει τις ρίζες της στην πολιτιστική κληρονομιά, κάτι που την καθιστά πολύ ενδιαφέρουσα και σημαντική στην ισπανική γλώσσα.



23-07-2024