Cacao (ουσιαστικό)
[kaˈka.o]
Η λέξη "cacao" αναφέρεται στους σπόρους που παράγονται από το κακαόδεντρο, οι οποίοι χρησιμοποιούνται για την παρασκευή σοκολάτας και άλλων προϊόντων. Στην ισπανική γλώσσα, η λέξη χρησιμοποιείται συχνά σε διάφορες πτυχές της διατροφής και της γαστρονομίας. Η συχνότητα χρήσης του όρου είναι αρκετά υψηλή, κυρίως στον προφορικό λόγο και σε γαστρονομικά κείμενα.
Παραδείγματα:
- El cacao es un ingrediente fundamental en la elaboración de chocolate.
(Το κακάο είναι ένα βασικό συστατικό στην παρασκευή σοκολάτας.)
Η λέξη "cacao" μπορεί να εμφανίζεται σε αρκετές ιδιωματικές εκφράσεις στα ισπανικά, αποτυπώνοντας τη σημασία της στην κουλτούρα και τη γαστρονομία.
Se refiere a añadir cacao a una receta.
(Αναφέρεται στην προσθήκη κακάο σε μια συνταγή.)
"Abundante como el cacao"
Se refiere a algo que es muy abundante.
(Αναφέρεται σε κάτι που είναι πολύ άφθονο.)
"Echarle cacao al asunto"
Η λέξη "cacao" προέρχεται από τη γλώσσα των Αζτέκων "cacahuatl", που σημαίνει σπόρος. Ο όρος πέρασε στα ισπανικά κατά την εποχή της αποικιοκρατίας, όταν οι Ευρωπαίοι ανακάλυψαν το κακαόδεντρο στη Μεσόγειο.
Συνώνυμα: - chocolate (συχνά χρησιμοποιείται σπουδαίως πανεπιστημιακά αντί κακάο) - cacaoyer (λωριόλαιο που παράγεται από τους σπόρους κακάο)
Αντώνυμα: - salado (αλμυρός) - amargo (πικρός)
Η λέξη "cacao" διατηρεί σημασία και σε τρέχουσα γλωσσική χρήση, και έχει τις ρίζες της στην πολιτιστική κληρονομιά, κάτι που την καθιστά πολύ ενδιαφέρουσα και σημαντική στην ισπανική γλώσσα.