To cacarear είναι ρήμα.
Φωνητική μεταγραφή: [ka.ka.ˈɾeaɾ]
Ανάλογα με το πλαίσιο, το cacarear μπορεί να μεταφραστεί ως: - "κρωγμός" (από κοτόπουλο) - "κλώθω" (προφορικά); - "κρώξιμο".
Η λέξη cacarear επισήμως σημαίνει "να κουρδίζει ή να κάνει ήχο όπως η κότα". Χρησιμοποιείται περισσότερο στον προφορικό λόγο και σε καθημερινές συνομιλίες, σαν αναφορά στον ήχο που κάνει η κότα. Η συχνότητα χρήσης της είναι μέτρια, κυρίως σε συζητήσεις γύρω από αγροτικές ή κτηνοτροφικές καταστάσεις.
Η κότα άρχισε να κρώζει όταν την είδαν.
Siempre que alguien llega a la granja, las gallinas no dejan de cacarear.
Η λέξη cacarear δεν είναι συνηθισμένη σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις, ωστόσο μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε κάποιες περιστάσεις για να περιγράψει ανθρώπους που μιλούν πολύ ή διαδίδουν φήμες.
Μην σταματάς να κρώζεις για ό,τι συνέβη, δεν είναι καλό να μιλάς τόσο πολύ.
La verdad es que a veces me gusta cacarear con mis amigos sobre los chismes.
Η αλήθεια είναι ότι μερικές φορές μου αρέσει να μιλάω με τους φίλους μου για κουτσομπολιά.
Ella sólo se dedica a cacarear en vez de hacer algo útil.
Η λέξη cacarear προέρχεται από το «cacar», το οποίο είναι το ρήμα που περιγράφει τον ήχο που κάνουν οι κότες. Γνωρίζεται από τα μεσαιωνικά ισπανικά, με παρόμοια μορφή σε άλλες γλώσσες που σχετίζονται με την φυλή των πτηνών.
Συνώνυμα: - Cacareo (κρωγμός) - Gallo (κόκορας, στον ήχο του κρωγμού)
Αντώνυμα: - Silenciar (σιωπάω) - Callarse (να σιωπήσω)