Υπόκείμενο: Ουσιαστικό
IPA: /kal.ku.laˈðo.ɾa/
Η λέξη "calculadora" στα Ισπανικά σημαίνει "υπολογιστής". Χρησιμοποιείται για να αναφερθεί σε μια συσκευή ή εργαλείο που διευκολύνει την εκτέλεση μαθηματικών υπολογισμών. Η "calculadora" είναι μια κοινή λέξη και χρησιμοποιείται συχνά τόσο στον προφορικό λόγο όσο και στο γραπτό κείμενο. Είναι συνηθισμένη σε εκπαιδευτικά περιβάλλοντα, εργασίες γραφείου και κατά την καθημερινή ζωή.
La calculadora es una herramienta esencial en matemáticas.
(Ο υπολογιστής είναι ένα βασικό εργαλείο στα μαθηματικά.)
Necesito una calculadora para resolver estos problemas.
(Χρειάζομαι έναν υπολογιστή για να λύσω αυτά τα προβλήματα.)
Η λέξη "calculadora" δεν είναι ιδιαίτερα διαδεδομένη σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε κάποιες τυπικές φράσεις:
Usar la calculadora no significa que no sepas matemáticas.
(Η χρήση του υπολογιστή δεν σημαίνει ότι δεν γνωρίζεις μαθηματικά.)
Con la calculadora puedes evitar errores en los cálculos.
(Με τον υπολογιστή μπορείς να αποφύγεις λάθη στους υπολογισμούς.)
Siempre tengo una calculadora a mano para mis estudios.
(Πάντα έχω έναν υπολογιστή κοντά μου για τις σπουδές μου.)
La calculadora me ayuda a simplificar el trabajo.
(Ο υπολογιστής με βοηθά να απλοποιώ τη δουλειά.)
Η λέξη "calculadora" προέρχεται από το λατινικό "calculare", που σημαίνει "να υπολογίσεις". Το "calculare" προέρχεται από το "calculus", που αρχικά αναφερόταν σε μικρούς βόλους ή πέτρες που χρησιμοποιούνταν για υπολογισμούς.
Συνώνυμα: - Computadora (υπολογιστής) - Aplicación de cálculo (εφαρμογή υπολογισμού)
Αντώνυμα: - Inexactitud (ανακρίβεια) - Error (λάθος)