Η λέξη "caldera" είναι ουσιαστικό.
/calˈde.ɾa/
Στα ισπανικά, η λέξη "caldera" αναφέρεται σε μια μεγάλη εξωτερική ή εσωτερική κατασκευή που χρησιμοποιείται για την παραγωγή ατμού ή θέρμανσης νερού. Επίσης, μπορεί να αναφέρεται σε γεωλογικούς σχηματισμούς όπως καλδέρες ηφαιστείων. Χρησιμοποιείται σε κάποια τεχνικά και καθημερινά πλαίσια. Η χρήση της είναι συχνή τόσο σε προφορικό όσο και σε γραπτό λόγο, κυρίως σε τεχνικά κείμενα.
La caldera está funcionando correctamente.
(Ο καυστήρας λειτουργεί σωστά.)
Necesitamos revisar la caldera antes del invierno.
(Πρέπει να ελέγξουμε τον καυστήρα πριν από τον χειμώνα.)
Στα ισπανικά, η λέξη "caldera" χρησιμοποιείται σε ορισμένες ιδιωματικές εκφράσεις:
Caldera de agua hirviendo
(Καζάνι με βραστό νερό)
Εξυπηρετεί για να περιγράψει μια κατάσταση όπου υπάρχει ένταση ή εκρηκτικότητα.
Estar en la caldera
(Να είσαι στο καμίνι)
Σημαίνει να βρίσκεσαι σε δύσκολη ή επικίνδυνη κατάσταση.
Tener una caldera a presión
(Να έχεις καμίνι υπό πίεση)
Δηλώνει ότι κάποιος είναι σε κατάσταση πίεσης ή ότι χρειάζεται να πάρει αποφάσεις γρήγορα.
Caldera hirviente de emociones
(Καζάνι βραστό με συναισθήματα)
Αναφέρεται σε μια κατάσταση γεμάτη έντονα και συγκρουόμενα συναισθήματα.
Η λέξη "caldera" προέρχεται από το λατινικό "caldaria", το οποίο σημαίνει "κάτι που θερμαίνει" και σχετίζεται με τη ρίζα "caldum", που σημαίνει "θερμός".
Συνώνυμα: - caldereta - calentador
Αντώνυμα: - refrigerador (ψυγείο) - enfriador (ψύκτης)
Η λέξη "caldera" έχει πληθώρα χρήσεων και σημαντική παρουσία στις καθημερινές, τεχνικές και επιστημονικές συζητήσεις.