Calderilla είναι ουσιαστικό (sustantivo).
/kal.ðeˈri.ʎa/
Η λέξη calderilla αναφέρεται στα μικρότερα κέρματα ή ψιλά που κυκλοφορούν σε μια χώρα. Συνήθως αναφέρεται σε νομίσματα που δεν έχουν μεγάλη αγοραστική αξία. Στα Ισπανικά, χρησιμοποιείται και μεταφορικά για να υποδηλώσει μικρά ποσά χρημάτων ή για να αναφερθεί σε κάτι που θεωρείται ασήμαντο.
Η συχνότητα χρήσης της λέξης είναι σχετικά κοινή, ειδικά σε προφορικές συνομιλίες ή σε καθημερινά συμφραζόμενα που αφορούν οικονομικά θέματα.
No tengo suficiente calderilla para comprar el chicle.
(Δεν έχω αρκετά ψιλά για να αγοράσω την τσίχλα.)
La calderilla que recolecté me ayuda a ahorrar para el regalo.
(Τα ψιλά που μάζεψα με βοηθούν να αποταμιεύω για το δώρο.)
Es preferible no gastar calderilla en cosas innecesarias.
(Είναι προτιμότερο να μην ξοδεύεις ψιλά σε περιττά πράγματα.)
Η λέξη calderilla επανέρχεται σε κάποιες ιδιωματικές εκφράσεις, αν και δεν είναι τόσο συχνή σε ειδικές εκφράσεις. Μερικά παραδείγματα περιλαμβάνουν:
No tengo ni calderilla.
(Δεν έχω ούτε ψιλά.) Αυτό χρησιμοποιείται για να δηλώσει ότι κάποιος είναι φτωχός ή δεν έχει χρήματα.
Esa calderilla no vale nada en esta tienda.
(Αυτά τα ψιλά δεν αξίζουν τίποτα σε αυτό το κατάστημα.) Χρησιμοποιείται για να υποδηλώσει ότι κάτι είναι άχρηστο ή χωρίς αξία.
Siempre guardo la calderilla en un tarro.
(Πάντα φυλάω τα ψιλά σε ένα βάζο.) Αναφέρεται σε κάποιον που έχει τη συνήθεια να αποταμιεύει μικρά ποσά.
Η προέλευση της λέξης calderilla προέρχεται από τον όρο caldero, που σημαίνει κατσαρόλα. Η σύνδεση αυτή είναι πιθανώς λόγω της μορφής των νομισμάτων που μπορεί να παραπέμπει σε σχήματα αντικειμένων που μαγειρεύονται ή διατηρούνται σε κατσαρόλες.
Συνώνυμα: - Monedas (νομίσματα) - Dinero suelto (χαλαρό χρήμα)
Αντώνυμα: - Billetes (χαρτονομίσματα) - Grande cantidad (μεγάλο ποσό)