Ο όρος "caldero" είναι ουσιαστικό.
Η φωνητική μεταγραφή του "caldero" με χρήση του διεθνούς φωνητικού αλφαβήτου (IPA) είναι /kalˈðeɾo/.
Η λέξη "caldero" μεταφράζεται στα Ελληνικά ως "καζάνι".
Στα Ισπανικά, "caldero" αναφέρεται κυρίως σε ένα μεγάλο καζάνι ή σκεύος που χρησιμοποιείται για το μαγείρεμα, κατασκευή σούπες ή βράσιμο άλλων υλικών. Χρησιμοποιείται συχνά στη μαγειρική και μπορεί να συναντηθεί σε διαφορετικά πλαίσια, κυρίως στον γαστρονομικό τομέα.
Η συχνότητα χρήσης της λέξης είναι αρκετά καλή, τόσο σε προφορικό όσο και σε γραπτό λόγο, αλλά περισσότερο στον τομέα της μαγειρικής και μερικές πολιτιστικές αναφορές.
"Ella utiliza un caldero para cocinar la sopa."
(Αυτή χρησιμοποιεί ένα καζάνι για να μαγειρέψει τη σούπα.)
"El caldero está hecho de hierro."
(Το καζάνι είναι φτιαγμένο από σίδηρο.)
"En la fiesta, prepararon un caldero de paella."
(Στη γιορτή, ετοίμασαν ένα καζάνι παέγια.)
Η λέξη "caldero" δεν είναι ευρέως διαδεδομένη σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε κάποια φράσεις που σχετίζονται με το μαγείρεμα ή την προετοιμασία φαγητού.
"Tener el caldero a fuego lento."
(Έχω το καζάνι σε χαμηλή φωτιά.) - που σημαίνει ότι μαγειρεύετε προσεκτικά.
"Llenar el caldero hasta el borde."
(Γεμίζω το καζάνι μέχρι την άκρη.) - υποδηλώνει την ανάγκη για υπερβολική προετοιμασία ή προγραμματισμό.
"Cada caldero, su tapa."
(Κάθε καζάνι έχει το καπάκι του.) - που σημαίνει ότι για κάθε πρόβλημα υπάρχει μια λύση που το ταιριάζει.
Η λέξη "caldero" προέρχεται από τη λατινική λέξη "caldarium", που σήμαινε μέρος για θερμό νερό ή καζάνι.
Συνώνυμα: καζάνι, σκεύος.
Αντώνυμα: δεν έχουν απευθείας αντώνυμα, αλλά μπορεί να κατατάσσονται σε διαφορετικούς τύπους σκευών (λ.χ. πιάτο, φλιτζάνι) που δεν χρησιμοποιούνται για βράσιμο.