calentador: ουσιαστικό (masculine noun)
/ka.len.taˈðor/
Η λέξη calentador αναφέρεται σε μια συσκευή ή μηχανισμό που χρησιμοποιείται για τη θέρμανση αέρα ή υγρού. Χρησιμοποιείται ευρέως σε συζητήσεις σχετικά με οικιακή θέρμανση, θερμαντικά σώματα, ή ακόμα και στρατιωτική εξοπλισμένη θέρμανση. Η συχνότητα χρήσης της είναι αρκετά υψηλή στη γλώσσα των Ισπανικών, και χρησιμοποιείται κυρίως στο γραπτό πλαίσιο, αλλά και στον προφορικό λόγο, ανάλογα με το περιβάλλον.
"El calentador de la casa no funciona correctamente."
(Ο θερμαντήρας του σπιτιού δεν λειτουργεί σωστά.)
"Necesitamos comprar un nuevo calentador para el agua."
(Πρέπει να αγοράσουμε έναν νέο καυστήρα για το νερό.)
"El calentador de la sala se rompió durante el invierno."
(Ο θερμαντήρας της σάλας χάλασε κατά τη διάρκεια του χειμώνα.)
Η λέξη calentador δεν χρησιμοποιείται συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά υπάρχουν ορισμένες σχετικές χρήσεις:
"El calentador de la discusión subió rápidamente."
(Ο θερμαντήρας της συζήτησης ανέβηκε γρήγορα.)
(Αυτή η φράση σημαίνει ότι η ένταση της συζήτησης αυξήθηκε.)
"Cuando el calentador se apaga, el ambiente se enfría."
(Όταν ο θερμαντήρας σβήνει, το περιβάλλον ψύχεται.)
(Με αυτή την αλληγορία, εκφράζεται πώς η έλλειψη υποστήριξης μπορεί να μειώσει τη ζωντάνια σε έναν χώρο.)
"Hay que calentar el ambiente, como un buen calentador."
(Πρέπει να ζεστάνουμε το περιβάλλον, όπως ένας καλός θερμαντήρας.)
(Αυτή η φράση αναφέρεται στη σημασία δημιουργίας μιας ευχάριστης ατμόσφαιρας.)
Η λέξη calentador προέρχεται από το ρήμα "calentar", το οποίο σημαίνει "να ζεσταίνω". Το "-dor" είναι ένα αφηρημένο επίθημα που σημαίνει "εκείνος που κάνει" ή "συσκευή που κάνει".
Συνώνυμα: - calefactor (θερμαντής) - calentón (θέρμανση, λιγότερο διαδεδομένο)
Αντώνυμα: - enfriador (ψυκτικός) - refrigerador (ψυγείο)