Το "calentarse" είναι ρήμα.
Φωνητική μεταγραφή: [ka.len̪ˈtaɾ.se]
Το "calentarse" σημαίνει "να θερμαίνω" ή "να ζεσταίνω", και χρησιμοποιείται συχνά για να περιγράψει τη διαδικασία του να κάνεις κάτι πιο ζεστό ή να αυξήσεις τη θερμοκρασία του σώματός σου. Χρησιμοποιείται σε διάφορα συμφραζόμενα, όπως στον αθλητισμό, όπου οι αθλητές πρέπει να "calentarse" πριν την προπόνηση ή τον αγώνα για να προετοιμαστούν σωστά. Η λέξη χρησιμοποιείται συχνά στον προφορικό λόγο.
Los jugadores deben calentarse antes del partido.
Οι παίκτες πρέπει να ζεσταθούν πριν τον αγώνα.
Si tienes frío, deberías calentarte con una manta.
Αν έχεις κρύο, θα πρέπει να ζεσταθείς με μια κουβέρτα.
Antes de hacer ejercicio, es importante calentarse adecuadamente.
Πριν κάνεις άσκηση, είναι σημαντικό να ζεσταθείς σωστά.
Το "calentarse" χρησιμοποιείται επίσης σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις:
Calentarse la cabeza - Να σκέφτεσαι υπερβολικά.
A veces es mejor no calentarse la cabeza y dejar las cosas fluir.
Μερικές φορές είναι καλύτερο να μην σκέφτεσαι υπερβολικά και να αφήνεις τα πράγματα να κυλήσουν.
Calentarse con la ira - Να θυμώνεις πολύ γρήγορα.
No te calientes con la ira, habla primero.
Μην θυμώνεις τόσο γρήγορα, μίλα πρώτα.
Calentarse la sangre - Να γίνεσαι πολύ συναισθηματικός ή έντονος.
Cuando discuten, él siempre se calienta la sangre.
Όταν διαφωνούν, εκείνος πάντα θυμώνει πολύ.
Η λέξη προέρχεται από το λατινικό "calentare", το οποίο σημαίνει "να θερμαίνω".