caleta - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

caleta (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Η λέξη "caleta" είναι ουσιαστικό θηλυκού γένους.

Φωνητική μεταγραφή

Η φωνητική μεταγραφή της λέξης "caleta" χρησιμοποιώντας το διεθνές φωνητικό αλφάβητο είναι: /kaˈleta/.

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία και χρήση

Στα Ισπανικά, η λέξη "caleta" αναφέρεται συνήθως σε μια μικρή χερσόνησο ή σε έναν μικρό κόλπο, όπου τα πλοία μπορούν να βρουν καταφύγιο. Χρησιμοποιείται κυρίως στον ναυτικό τομέα και χαρακτηρίζει μέρη όπου η θάλασσα είναι προστατευμένη από τους ανέμους. Η χρήση της είναι πιο συχνή στο γραπτό και επαγγελματικό πλαίσιο, αν και μπορεί να χρησιμοποιηθεί και στον προφορικό λόγο, ειδικά από ναυτικούς ή σε τουριστικές συζητήσεις.

Παραδειγματικές προτάσεις

  1. La caleta es ideal para que los barcos se resguarden de la tormenta.
    (Ο κόλπος είναι ιδανικός για να προστατευτούν τα πλοία από την καταιγίδα.)

  2. Encontramos una caleta tranquila donde pudimos nadar.
    (Βρήκαμε έναν ήρεμο κόλπο όπου μπορέσαμε να κολυμπήσουμε.)

Ιδιωματικές εκφράσεις

Η λέξη "caleta" χρησιμοποιείται και σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις, κυρίως σχετικές με τη θάλασσα και τον ναυτιλιακό τομέα.

  1. "Hacerse una caleta" σημαίνει να βρεις ένα ασφαλές μέρος για ανάπαυση.
    (Μετά από μια εξαντλητική μέρα, me hice una caleta en casa. - Μετά από μια εξαντλητική μέρα, βρήκα ένα ασφαλές μέρος στο σπίτι.)

  2. "Es un secreto como una caleta" δηλώνει ότι κάτι είναι πολύ καλά κρυμμένο.
    (Este lugar es un secreto como una caleta. - Αυτός ο τόπος είναι ένα μυστικό, όπως ένας κρυφός κόλπος.)

  3. "Caleta de pescadores" αναφέρεται σε μια περιοχή όπου οι ψαράδες συγκεντρώνονται.
    (La caleta de pescadores está llena de actividades cada mañana. - Ο κόλπος των ψαράδων είναι γεμάτος δραστηριότητες κάθε πρωί.)

Ετυμολογία

Η λέξη "caleta" προέρχεται από την ισπανική γλώσσα, και η ρίζα της μπορεί να συνδεθεί με τον λατινικό όρο "cella", που σημαίνει "μικρός χώρος" ή "θήκη".

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - ensenada (κόλπος) - bahía (λιμάνι)

Αντώνυμα: - estuario (εκβολή) - playa (παραλία)



23-07-2024