Calidad είναι ουσιαστικό θηλυκού γένους.
/ka.li.ðað/
Η λέξη calidad αναφέρεται στην έννοια της ποιότητας, δηλαδή των χαρακτηριστικών ή των χαρακτηριστικών ενός αντικειμένου ή υπηρεσίας που επηρεάζουν την αξία και την ικανοποίηση του χρήστη. Χρησιμοποιείται ευρέως τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, ενώ είναι ιδιαίτερα σημαντική σε τομείς όπως οι επιχειρήσεις, η ιατρική και οι καταναλωτικές αγορές.
La calidad de este producto es excepcional.
(Η ποιότητα αυτού του προϊόντος είναι εξαιρετική.)
Todos buscan calidad en los servicios que contratan.
(Όλοι αναζητούν ποιότητα στις υπηρεσίες που προσλαμβάνουν.)
La calidad-precio de este hotel es insuperable.
(Η ποιότητα τιμής αυτού του ξενοδοχείου είναι απαράμιλλη.)
Calidad de vida
La calidad de vida en esta ciudad ha mejorado mucho.
(Η ποιότητα ζωής σε αυτήν την πόλη έχει βελτιωθεί πολύ.)
Calidad asegurada
Compramos productos con calidad asegurada.
(Αγοράζουμε προϊόντα με εγγυημένη ποιότητα.)
Calidad superior
Η λέξη calidad προέρχεται από το λατινικό qualitas, που σημαίνει "ποιότητα, χαρακτηριστικό, φύση".
Συνώνυμα: - excelencia (αριστεία) - categoría (κατηγορία) - condición (κατάσταση)
Αντώνυμα: - deficiencia (έλλειψη) - inferioridad (κατωτερότητα) - mediocridad (μετριότητα)