Η λέξη "calificar" χρησιμοποιείται στη γλώσσα των Ισπανών για να δηλώσει τη διαδικασία της βαθμολόγησης, αξιολόγησης ή χαρακτηρισμού κάποιου πράγματος ή προσώπου. Χρησιμοποιείται συχνά στην εκπαίδευση για την αξιολόγηση των μαθητών, αλλά πετυχαίνει και σε άλλους τομείς όπως η οικονομία, το δίκαιο και οι γλωσσολογικές μελέτες. Η συχνότητα χρήσης της είναι υψηλή, κυρίως στον γραπτό λόγο, αλλά χρησιμοποιείται και στον προφορικό.
El profesor va a calificar los exámenes mañana.
(Ο καθηγητής θα βαθμολογήσει τις εξετάσεις αύριο.)
Es importante calificar debidamente a los estudiantes.
(Είναι σημαντικό να αξιολογούνται κατάλληλα οι μαθητές.)
Al calificar el producto, el cliente mostró su satisfacción.
(Αξιολογώντας το προϊόν, ο πελάτης έδειξε την ικανοποίησή του.)
Η λέξη "calificar" χρησιμοποιείται σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις.
Calificar de tonto a alguien
(Να χαρακτηρίσεις κάποιον χαζό)
No deberías calificar de tonto a quien no piensa como tú.
(Δεν θα έπρεπε να χαρακτηρίζεις χαζό όποιον δεν σκέφτεται όπως εσύ.)
Calificar una acción como ilegal
(Να αξιολογήσεις μια ενέργεια ως παράνομη)
Es importante calificar una acción como ilegal si va en contra de la ley.
(Είναι σημαντικό να αξιολογήσεις μια ενέργεια ως παράνομη αν είναι αντίθετη με το νόμο.)
No calificar algo sin tener pruebas.
(Να μην αξιολογείς κάτι χωρίς αποδείξεις.)
Es injusto calificar algo sin tener pruebas concretas.
(Είναι άδικο να αξιολογείς κάτι χωρίς συγκεκριμένες αποδείξεις.)
Η λέξη "calificar" προέρχεται από το λατινικό "calificare", που σημαίνει "να δώσεις μια ποιότητα ή να προσδιορίσεις".
Αυτές οι πληροφορίες παρέχουν μια συστηματική εικόνα για τη λέξη "calificar" και τις χρήσεις της στην ισπανική γλώσσα.