Η λέξη "calificativo" είναι επίθετο.
Φωνητική μεταγραφή (Διεθνές Φωνητικό Αλφάβητο): /kalifikatiβo/
Η λέξη "calificativo" αναφέρεται σε κάτι που προσδιορίζει ή εκφράζει μια ιδιότητα, χαρακτηριστικό ή ποιότητα ενός αντικειμένου ή μιας κατάστασης. Χρησιμοποιείται συχνά σε γραπτό κείμενο, ιδιαίτερα στα οικονομικά ή σε νομικά κείμενα, αλλά και στην προφορική γλώσσα.
Spanish: El término "calificativo" se utiliza en el ámbito académico para describir características.
Greek: Ο όρος "χαρακτηριστικός" χρησιμοποιείται στον ακαδημαϊκό τομέα για να περιγράψει χαρακτηριστικά.
Spanish: El adjetivo calificativo es importante en la formación de oraciones.
Greek: Το χαρακτηριστικό επίθετο είναι σημαντικό στην κα formation των προτάσεων.
Στην Ισπανική γλώσσα, η λέξη "calificativo" μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις και συνδυασμούς:
Spanish: El calificativo "bueno" a menudo se aplica a situaciones positivas.
Greek: Ο χαρακτηριστικός όρος "καλός" συχνά εφαρμόζεται σε θετικές καταστάσεις.
Spanish: Usar un calificativo negativo puede cambiar la percepción de alguien.
Greek: Η χρήση ενός αρνητικού χαρακτηριστικού μπορεί να αλλάξει την αντίληψη κάποιου.
Spanish: A veces el calificativo que se elige es crucial para el mensaje que se quiere comunicar.
Greek: Κάποιες φορές ο χαρακτηριστικός όρος που επιλέγεται είναι κρίσιμος για το μήνυμα που θέλουμε να επικοινωνήσουμε.
Η λέξη "calificativo" προέρχεται από το λατινικό "qualificativus", από το "qualis" (ποιος, ποιότητα) και το "facere" (να κάνει).
Συνώνυμα: - χαρακτηριστικός - προσδιοριστικός
Αντώνυμα: - αδιάφορος - ασαφής