Calla είναι ρήμα.
Φωνητική μεταγραφή στα Διεθνές Φωνητικό Αλφάβητο (IPA): /ˈka.ʝa/
Η ελληνική μετάφραση του "calla" είναι: - Σιωπά. - Σταματά να μιλά.
Η λέξη "calla" προέρχεται από το ρήμα "callar", που σημαίνει "σιωπώ" ή "σταματώ να μιλάω". Χρησιμοποιείται συχνά όταν θέλουμε να ζητήσουμε από κάποιον να σταματήσει να μιλάει ή να μην κάνει θόρυβο. Η χρήση του είναι συχνή και σε προφορικό και σε γραπτό λόγο, αν και είναι πιο συνηθισμένη στον προφορικό λόγο.
¡Calla, por favor!
(Σιώπα, σε παρακαλώ!)
Si no te gusta lo que digo, calla.
(Αν δεν σου αρέσει αυτό που λέω, σιώπα.)
Η λέξη "calla" εμφανίζεται και σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις, οι οποίες συχνά μεταφέρουν τη σημασία της σιωπής ή της αποδοχής.
¡Calla y escucha!
(Σιώπα και άκου!)
Callar no es la solución.
(Η σιωπή δεν είναι η λύση.)
Callar es consentir.
(Η σιωπή είναι συναίνεση.)
No puedo callar ante esta injusticia.
(Δεν μπορώ να σιωπήσω μπροστά σε αυτή την αδικία.)
Η λέξη προέρχεται από το ρήμα "callar", που προέρχεται από το Λατινικό "callare", το οποίο σημαίνει επίσης "σιωπώ".
Συνώνυμα: - Silenciar (σιωπά) - Callar (σιωπά)
Αντώνυμα: - Hablar (μιλά) - Gritar (φωνάζει)