callado - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

callado (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Συμφώνο

Φωνητική απεικόνιση

/kaˈʎaðo/

Σημασίες και Χρήση

Το "callado" σημαίνει "σιωπηλός" ή "σιωπηλός" στα ισπανικά. Χρησιμοποιείται τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο.

Κλίση

Ρήμα "callar" (σιωπώ) - Όλοι οι παράλληλοι τύποι: - Ενεστώτας: callar - Παρατατικός: callaba - Συντελεσμένος: callé / calló - Μελλοντικός: callaré - Συνοπτικός μέλλοντας: callaré

Παραδείγματα

  1. Estaba callado durante toda la reunión. (Ήταν σιωπηλός καθ' όλη τη διάρκεια της συνάντησης.)
  2. Prefiero mantenerme callado en temas controversiales. (Προτιμώ να παραμένω σιωπηλός σε συζητήσεις που δημιουργούν αντιδράσεις.)

Συνταγές

Το "callado" χρησιμοποιείται σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις στα ισπανικά. Ορισμένα παραδείγματα είναι:

  1. Más vale callado que Sancho panza. (Καλύτερα να μην μιλάς παρά να λες ανοησίες.)
  2. Como quien oye llover. (Σαν να μην ακους τίποτα.)
  3. Ni callado ni oculto. (Ούτε σιωπηλά, ούτε κρυφτά.)

Ετυμολογία

Το "callado" προέρχεται από τη λατινική λέξη "callatus", που σημαίνει "σιωπηλός" ή "σιωπηλός".

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - Silencioso (σιωπηλός) - Mudo (σιωπηλός)

Αντώνυμα: - Hablador (φλύαρος) - Ruidoso (θορυβώδης)