Το "callar" είναι ρήμα.
Η φωνητική μεταγραφή σύμφωνα με το διεθνές φωνητικό αλφάβητο (IPA) είναι [kaˈlɑɾ].
Η λέξη "callar" χρησιμοποιείται στη γλώσσα Ισπανικά για να δηλώσει την πράξη του να σταματάς να μιλάς ή να μην παράγεις ήχους. Είναι ένα κοινό ρήμα που χρησιμοποιείται τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, αν και είναι πιο συχνό στον προφορικό λόγο.
Es importante callar durante la película.
(Είναι σημαντικό να σιωπάς κατά τη διάρκεια της ταινίας.)
Si no tienes nada bueno que decir, es mejor callar.
(Αν δεν έχεις τίποτα καλό να πεις, είναι καλύτερα να σιωπήσεις.)
El maestro pidió a los estudiantes que callaran.
(Ο δάσκαλος ζήτησε από τους μαθητές να σιωπήσουν.)
Η λέξη "callar" αποτελεί μέρος διαφόρων ιδιωματικών εκφράσεων στη γλώσσα Ισπανικά:
Callar es consentir.
(Η σιωπή είναι συγκατάθεση.)
Αυτή η έκφραση σημαίνει ότι αν δεν αντιδράσεις ή δεν μιλήσεις για κάτι, θεωρείται ότι αποδέχεσαι την κατάσταση.
Callar no significa olvidar.
(Η σιωπή δεν σημαίνει λησμονιά.)
Εδώ, υποδηλώνεται ότι η σιωπή δεν σημαίνει ότι έχεις ξεχάσει κάτι, αλλά ότι απλώς προτιμάς να μην μιλήσεις γι' αυτό.
El que calla otorga.
(Αυτός που σιωπά, συμφωνεί.)
Αυτή η φράση υποδηλώνει ότι η σιωπή μπορεί να ερμηνευτεί ως αποδοχή.
A veces es mejor callar y escuchar.
(Πολλές φορές είναι καλύτερα να σιωπάς και να ακούς.)
Αυτό δείχνει την αξία της ακρόασης απέναντι στην ομιλία.
Si calas, calas bien.
(Αν σιωπάς, σιωπάς καλά.)
Υποδηλώνει ότι η σιωπή μπορεί να είναι καλύτερη από μια κακή ή άσκοπη ομιλία.
Η λέξη "callar" προέρχεται από το λατινικό "callare", που σημαίνει "σιωπώ" ή "σταματώ να μιλάω".