Το "callejear" είναι ρήμα.
/ka.ʎeˈxaɾ/
Το ρήμα "callejear" αναφέρεται στην πράξη του να περιδιαβαίνεις ή να βολτάρεις στους δρόμους, συνήθως με αργό ρυθμό και χωρίς συγκεκριμένο προορισμό. Χρησιμοποιείται συχνά στην καθημερινή ζωή και στις συζητήσεις, κυρίως προφορικά, για να περιγράψει τη δράση της εξερεύνησης ή της χαλάρωσης σε αστικά περιβάλλοντα.
Είναι πιο συχνά στον προφορικό λόγο, αλλά μπορεί να βρεθεί και γραπτά σε κείμενα που περιγράφουν αστικές καταστάσεις ή δραστηριότητες.
Θα πάω να βολτάρω στους δρόμους της πόλης απόψε.
Ella prefiere callejear en lugar de tomar el autobús.
Αυτή προτιμά να περιπλανηθεί στους δρόμους αντί να πάρει το λεωφορείο.
Callejear me ayuda a relajarme.
Το "callejear" μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις που περιγράφουν δραστηριότητες και συναισθήματα που σχετίζονται με την περιπλάνηση.
Περιπλανιέμαι χωρίς κατεύθυνση.
Me encanta callejear por el barrio y descubrir nuevos lugares.
Μου αρέσει να περιπλανιέμαι στη γειτονιά και να ανακαλύπτω νέα μέρη.
A veces, solo quiero callejear y dejarme llevar.
Καμιά φορά, απλώς θέλω να περιπλανηθώ και να αφεθώ.
Callejear por las calles antiguas es un placer.
Η περιπλάνηση στους παλιούς δρόμους είναι απόλαυση.
No hay nada mejor que callejear con amigos en un día soleado.
Η λέξη "callejear" προέρχεται από τη λέξη "calle", που σημαίνει "δρόμος" στα ισπανικά. Το ρήμα σχηματίστηκε προσθέτοντας το επίθημα "-ear" σε αυτή τη λέξη, που συχνά χρησιμοποιείται για ρήματα που υποδηλώνουν μια επαναλαμβανόμενη ή συνήθη δράση.