"callejero" είναι επίθετο.
Η φωνητική μεταγραφή με χρήση διεθνούς φωνητικού αλφάβητου (IPA) είναι: /ka.ʎeˈxe.ɾo/.
Η λέξη "callejero" χρησιμοποιείται στη γλώσσα Ισπανικά για να περιγράψει κάτι που σχετίζεται με τον δρόμο ή έχει να κάνει με τους δρόμους. Μπορεί να αναφέρεται σε οτιδήποτε σχετίζεται με τη δημόσια οδό, όπως "callejero map" (χάρτης δρόμου) ή "callejero animals" (ζώα του δρόμου). Η συχνότητα χρήσης της είναι αρκετά υψηλή, και τείνει να χρησιμοποιείται περισσότερο στον προφορικό λόγο, αλλά και σε γραπτό πλαίσιο.
El mapa callejero me ayudó a encontrar el camino.
(Ο χάρτης δρόμου με βοήθησε να βρω τον δρόμο.)
Los gatos callejeros son muy comunes en esta ciudad.
(Οι αδέσποτοι γάτοι είναι πολύ συνηθισμένοι σε αυτή την πόλη.)
Necesito un callejero para la excursión.
(Χρειάζομαι έναν χάρτη δρόμου για την εκδρομή.)
Vivir en la callejera
(Να ζεις στον δρόμο.)
Χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάποιον που ζει σε συνθήκες αστεγίας.
Callejero de la música
(Δρόμος της μουσικής.)
Αναφέρεται σε καλλιτέχνες που παίζουν ή τραγουδούν στον δρόμο.
Un estilo callejero
(Ένα στυλ του δρόμου.)
Σημαίνει το στυλ που έχει επιρροές από την κουλτούρα του δρόμου, κυρίως στη μόδα ή την τέχνη.
Hacer turismo callejero
(Να κάνεις τουρισμό στον δρόμο.)
Αναφέρεται στην εξερεύνηση μιας πόλης μέσω των δημόσιων δρόμων και αλληλεπίδραση με τον πολιτισμό της.
Lugares callejeros
(Δρόμοι και μέρη του δρόμου.)
Αναφέρονται σε τοπικά μαγαζιά ή εστιατόρια που βρίσκονται κατά μήκος των δρόμων.
Η λέξη "callejero" προέρχεται από τη λέξη "calle" που σημαίνει "δρόμος", συν την κατάληξη "-jero", η οποία χρησιμοποιείται για να προσδιορίσει κάτι που έχει σχέση με την εν λόγω λέξη.
Συνώνυμα: - urbano (αστικός) - vial (οδοποιός)
Αντώνυμα: - rural (αγροτικός) - campestre (υπαίθριος)