Η λέξη "calor" είναι ουσιαστικό.
Η φωνητική μεταγραφή της λέξης "calor" με χρήση του διεθνούς φωνητικού αλφάβητου είναι: [kaˈloɾ].
Η λέξη "calor" χρησιμοποιείται στη γλώσσα των Ισπανικών για να περιγράψει τη θερμότητα ή τη ζέστη. Σημαντικά χαρακτηριστικά της λέξης περιλαμβάνουν την αναφορά σε φυσικά φαινόμενα όπως η θερμοκρασία και η ενέργεια. Η χρήση της είναι συχνή και παρατηρείται τόσο σε προφορικό όσο και σε γραπτό λόγο, αν και μπορεί να εμφανίζεται πιο συχνά σε επιστημονικά ή τεχνικά κείμενα κατα την αναφορά σε θερμικές έννοιες.
El calor del verano puede ser agobiante.
(Η ζέστη του καλοκαιριού μπορεί να είναι καταπιεστική.)
Debemos medir el calor en el laboratorio.
(Πρέπει να μετρήσουμε τη θερμότητα στο εργαστήριο.)
El calor humano es esencial para la vida.
(Η ανθρώπινη ζέστη είναι απαραίτητη για τη ζωή.)
Η λέξη "calor" χρησιμοποιείται σε αρκετές ιδιωματικές εκφράσεις στα Ισπανικά:
Hoy hace calor, deberíamos ir a la piscina.
(Σήμερα είναι ζέστη, θα έπρεπε να πάμε στην πισίνα.)
Calor humano
(Ανθρώπινη ζέστη)
El calor humano puede cambiar una situación difícil.
(Η ανθρώπινη ζέστη μπορεί να αλλάξει μια δύσκολη κατάσταση.)
Pasar calor
(Να υποφέρει από τη ζέστη)
En el tren, pasé mucho calor.
(Στον τρένο, υπέφερα πολύ από τη ζέστη.)
Atrapar el calor
(Να παγιδεύει τη θερμότητα)
Η λέξη "calor" προέρχεται από τη λατινική λέξη "calor", η οποία σημαίνει "ζέστη" ή "θέρμανση". Η σημασία της στον ιατρικό και επιστημονικό τομέα έχει διατηρηθεί μέχρι σήμερα.
Συνώνυμα: - calentamiento (θέρμανση) - temperatura (θερμοκρασία)
Αντώνυμα: - frío (κρύο) - helado (παγωμένο)