Calumniar είναι ρήμα.
Φωνητική μεταγραφή κατά το διεθνές φωνητικό αλφάβητο: /ka.lumˈnjaɾ/
Η λέξη calumniar αναφέρεται στη δράση της συκοφάντησης ή της ψευδούς κατηγορίας κάποιου. Χρησιμοποιείται συχνά στο νομικό πλαίσιο για να περιγράψει την πράξη της δημιουργίας ψευδών κατηγοριών με σκοπό να βλάψει τη φήμη ενός προσώπου.
Η λέξη χρησιμοποιείται τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, αλλά έχει πιο επίσημο χαρακτήρα όταν αναφέρεται στο νομικό πλαίσιο. Η συχνότητά της είναι μέτρια, καθώς αφορά συγκεκριμένες περιπτώσεις και καταστάσεις.
Ο πολιτικός κατηγορήθηκε ότι συκοφάντησε τους αντιπάλους του.
Calumniar a una persona puede tener consecuencias legales.
Η συκοφάντηση ενός ατόμου μπορεί να έχει νομικές συνέπειες.
Es muy grave calumniar a alguien sin pruebas.
Η λέξη calumniar δεν είναι ιδιαίτερα διαδεδομένη σε πολλούς ιδιωματισμούς, αλλά μπορεί να συνδυαστεί με φράσεις που σχετίζονται με τη δυσφήμιση ή την άδικη κατηγορία.
Δεν πρέπει να συκοφαντούμε χωρίς να γνωρίζουμε την αλήθεια.
Calumniar a alguien es un acto de cobardía.
Η συκοφάντηση κάποιου είναι μια πράξη δειλίας.
Las redes sociales a veces fomentan la calumniar.
Η λέξη calumniar προέρχεται από το λατινικό "calumniare", που σημαίνει "να κατηγορώ ψευδώς". Η ρίζα της λέξης σχετίζεται με την έννοια της λανθασμένης ή κακόβουλης κατηγορίας.
Συνώνυμα: - Desacreditar (να δυσφημίσω) - Difamar (να διαβάλλω)
Αντώνυμα: - Defender (να υπερασπιστώ) - Certificar (να πιστοποιώ)