Η λέξη "calza" είναι ουσιαστικό.
/falθa/
Η λέξη "calza" αναφέρεται συνήθως σε κάλτσες ή και σε πιο συγκεκριμένα είδη καλτσών, όπως τα καλτσάκια. Στα Ισπανικά, χρησιμοποιείται σε ευρεία χρήση, τόσο σε προφορικό όσο και σε γραπτό λόγο, με ελαφρώς μεγαλύτερη προτίμηση στον προφορικό λόγο, καθώς η καθημερινή ζωή συχνά απαιτεί την αναφορά σε ρούχα και αξεσουάρ.
Παραδειγματικές προτάσεις:
"Αγόρασα καινούργια καλτσάκια για τον χειμώνα."
"Las calzas que llevan hoy son muy coloridas."
Σημαίνει να έχεις αρκετά ρούχα ή αξεσουάρ στη διάθεσή σου.
"No hay calzas que me queden bien."
Σημαίνει ότι δεν βρίσκεις παρακάτω ή δεν είναι τίποτα από αυτά που προσπαθείς να φορέσεις.
"Me olvidé de ponerme las calzas."
Υποδηλώνει ότι κάποιος έχει ξεχάσει μια λεπτομέρεια που είναι σημαντική.
"Las calzas son imprescindibles en invierno."
Η λέξη "calza" προέρχεται από το λατινικό "calcea" που σημαίνει "παπούτσι", το οποίο αναφέρει τη διαδικασία κάλυψης των ποδιών με ρούχα ή αξεσουάρ.